Το 1723 βρίσκεται με το πατέρα του στο νησί της Κέρκυρας και κατατάσσεται στο βενετσιάνικο μισθοφορικό στρατό με στρατάρχη τον Σχολεμβούργο. Μετά το θάνατο του πατέρα του ταξίδεψε στη Λευκάδα όπου παραχώρησε με συμβολαιογραφική πράξη τα κτήματα που του άνηκαν στη κατοχή του αδερφού του Δημητρίου για να τα καλλιεργήσει. Από εκεί αναχώρησε για ένα μακρυπρόθεσμο ταξίδι στη Βενετία όπου γίνεται αναφορά του ονόματος του στα βιβλία του Palazzo Loredan και στα ευρετήρια της υπό συλλογή πινακοθήκης του Σχολεμβούργου. Σε διάστημα μιας δεκαετίας εντάσσεται σε πρόσωπο έμπιστο και οικείο του στρατάρχη όσον αφορούσε τα καθημερινά και τρέχοντα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την υπό διαμόρφωση πινακοθήκη.
Ο προφήτης Δαυίδ , Νικόλαος Δοξαράς |
Παράλληλα ζωγραφίζει και ο ίδιος ως επί το πλείστον αντιγραφικά που αφορούν κυρίως προσωπογραφίες. Τόσο σε βιβλία του Palazzo όσο και στα ευρετήρια της πινακοθήκης του Σχολεμβούργου δεν αναφέρεται πουθενά ως ζωγράφος, ένας τίτλος που μοιράζονταν οι επαγγελματίες ζωγράφοι που συναναστρέφονταν και που εργαζόταν για τον στρατάρχη.
Είχε την ιδιότητα ενός μεσάζοντα εκ μέρους του Σχολεμβούργου στις επαφές με τους ζωγράφους στη βενετσιάνικη αγορά τέχνης. Είναι υπεύθυνος μεσολαβώντας στις πληρωμές, αγοράζει χρώματα για αντιγραφές και συντήρηση, κορνίζες για να πλαισιωθούν τα αποκτηθέντα έργα. Συμμετέχει, επίσης, στον εγκιβωτισμό των έργων και στην αποστολή τους, συνοδεύοντας τα, αρκετές φορές, και στη γόνδολα.
Δε συγκροτεί καλλιτεχνική ταυτότητα μέσα από τις εμπειρίες που βιώνει.
Το 1731 κάνει την εμφάνιση του επώνυμα στα βιβλία με ένα πορτραίτο του στρατάρχη ''ζωγραφισμένο από τον Nicolo Doxara''.
Ο Νικόλαος εγκαταλείπει τη Βενετία τον Αύγουστο του 1738 έχοντας προαχθεί σε λοχαγό. Συνέχισε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία στη Κέρκυρα, στη Λευκάδα, τη Κεφαλλονιά και τέλος στη Ζάκυνθο.
Στο νησί της Ζακύνθου θα ζωγραφίσει τις σημαντικότερες μαρτυρούμενες συνθέσεις του, στο ναό της Φανερωμένης. Χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του ταυτότητας ήταν η έλλειψη λεπτομερειών, η έμφαση στη σκίαση των ματιών, τα αρχιτεκτονικά στοιχεία.
Η Μετάσταση της Θεοτόκου, Νικόλαος Δοξαράς |
Έργο του πατρός του Νικολάου Δοξαρά, Παναγιώτη Δοξαρά, του πρώτου του διδασκάλου, Μέγας Αλέξανδρος |
Είναι δυνατόν να διακριθούν κάποιοι νεωτερισμοί που εισήγαγε ο Νικόλαος Δοξαράς στον επτανησιακό χώρο. Σε παράσταση αποτομής στρατιωτικού αγίου παρατηρείται η προσπάθεια χρήσης της εικονογραφικής τεχνικής του μεσάζοντος -μια τεχνική που θα μεταχειριστούν αργότερα, ολοκληρωμένα, ο Κουτούζης και ο Καντούνης. Στο μανιερισμό ο μεσάζων ήταν συνήθως γυρισμένος με τη πλάτη στο θεατή δείχνοντας, στο εσωτερικό, τις υπόλοιπες μορφές της παράστασης.
Ανάλογο ρόλο προσπαθεί να παίξει η κοπέλα με τη γάτα και το καλάθι στη παράσταση της Γέννησης της Θεοτόκου.
Η Γέννηση της Θεοτόκου, Νικόλαος Δοξαράς |
Στις παραστάσεις της Φανερωμένης και σε έργα άλλων ναών που σώζονται και έχει φιλοτεχνήσει, παρουσιάζονται συνθετικές αδυναμίες, γενικευτική χρήση των σχεδίων και έλλειψη στοιχείων που θα ενέτασαν το ζωγράφο στο οργανικό σύνολο του βενετσιάνικου ροκοκό.
Στη περίπτωση του Νικόλαου αναφερόμαστε σε έναν ζωγράφο που συνδύαζε στοιχεία από δύο διαφορετικές παραδόσεις ρίχνοντας το βάρος στη βενετσιάνικη και όχι στη βυζαντινότροπη τεχνική.
Οι μαθητές του Νικόλαου Δοξαρά
Νικόλαος Κουτούζης Ζάκυνθος, 1741 - 1813
Ο Νικόλαος Κουτούζης ήταν χαρισματικός, ευφυής ιδιόρυθμος και πολυσχιδής προσωπικότητα. Σπουδαίος ζωγράφος και αγιογράφος, σατιρικός προσολωμικός ποιητής και κληρικός. Πήρε τα πρώτα του μαθήματα κοντά στο Νικόλαο Δοξαρά στο νησί της Ζακύνθου. Το 1760-1764 ταξίδεψε στη Βενετία όπου εκπαιδεύτηκε στη ζωγραφική. Σε ηλικία 16 ετών ανέλαβε να δημιουργήσει δύο εικόνες για την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου του Κόλλα. Το 1766, μετά το πρώτο του ταξίδι στη Βενετία που είχε πραγματοποίησει σπουδές ζωγραφικής, σε ηλικία 25 ετών, ζωγράφισε το πρώτο του μεγάλο θρησκευτικό έργο, τη «Λιτανεία του Αγίου Διονυσίου» στο γυναικωνίτη του ομώνυμου ναού.
Η Μαρία του Κλωπά, ναός αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου, Νικόλαος Κουτούζης, |
Το 1770, έφυγε από τη Ζάκυνθο λόγω διαμάχης, όπου αναμείχθηκε σε φιλονικία. Στις 12 Μαρτίου 1770, κάποιος συμπολίτης του τον εφρεζάρισε, δηλαδή τον χτύπησε στο πρόσωπο με φιαλίδιο, το οποίο περιείχε οξύ, που άφηνε ανεξίτηλο σημάδι στο πρόσωπο. Πήγε στη Βενετία, όπου σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήριο του Τιέπολο. Εκεί, μαθήτευσε πλάι στον Giovanni Battista Tiepolo, ο οποίος τον μύησε στη δυτική τεχνοτροπία. Ολοκλήρωσε έτσι, την απομάκρυνση από το βυζαντινό ιδίωμα, όπου το χρυσό, υπερβατικό και άχρονο βάθος δίνει τη θέση του στο κιαροσκούρο και την προοπτική. Για να καλύψει το σημάδι στο πρόσωπο του και να περισώσει την έτσι κι αλλιώς ωραιοπαθή εικόνα του, άφησε γένια.
Ως ζωγράφος, ο Κουτούζης διακρίθηκε όχι μόνον για τις δυτικότροπες αγιογραφίες του, αλλά και για την εισαγωγή της κοσμικής προσωπογραφίας στον ελλαδικό χώρο.
Στην Κέρκυρα, ο Νικόλαος Κουτούζης φιλοτέχνησε δύο πορτρέτα του Βενετού Γενικού Προβλεπτή Θαλάσσης Ανδρέα Δονάτου. Τα έργα αυτά σηματοδότησαν, ουσιαστικά, την αφετηρία της δυτικότροπης προσωπογραφίας στην Ελλάδα. Στους πίνακές του, τα πρόσωπα αποδίδονται ρεαλιστικά, με τον αυστηρά περιγεγραμμένο όγκο να δίνει τρισδιάστατη υπόσταση στη μορφή, ενώ η στάση, η περιβολή και το ύφος μαρτυρούσαν την κοινωνική θέση.
Επιστρέψε στη Ζάκυνθο, και το 1777, χειροτονήθηκε ιερέας στην ιδια εκκλησία που αγιογραφούσε. O Νικόλαος Κουτούζης ήταν εφημέριος στον Ιερό Ναό του Aγίου Νικολάου του Μόλου, καθώς και στον Ιερό Ναό της Οδηγήτριας αλλά, παρά το σχήμα του, με παρρησία και τόλμη, εξακολούθησε να γράφει αιχμηρά επιγράμματα και σάτιρες, στηλιτεύοντας τη φαυλότητα της εποχής του. Λίγο αργότερα κατηγορήθηκε για ανάρμοστη συμπεριφορά και παραβίαση της ορθόδοξης τελετουργίας από τους εχθρούς του. Εξαιτίας αυτής της κατηγορίας, δικάστηκε και παύθηκε από ιερέας το 1810.
Την 1η Φεβρουαρίου 1813, το άτομο που τον κατηγόρησε παραδέχθηκε την συκοφαντία του και έτσι έγινε ανάκληση του Κουτούζη στην ιεροσύνη. Ο ηλικιωμένος Κουτούζης πάντως αρνήθηκε να επιστρέψει στα καθήκοντά του και πέθανε μερικούς μήνες αργότερα.
Προσκύνηση των ποιμένων, δεύτερο μισό 18ου αιώνα, Κουτούζης Νικόλαος |
Το ζωγραφικό του έργο χωρίζεται σε εκκλησιαστικό και κοσμικό.
Για πολλούς είναι η κορυφαία, προσολωμική φυσιογνωμία της Επτανησιακής Σχολής. Στα ζωγραφικά του έργα, το προσωπικό στοιχείο δεν λείπει σχεδόν ποτέ: ακόμα και στις θρησκευτικές συνθέσεις του συμπεριλάμβανε το γάτο του που υπεραγαπούσε. Στις παρεμβάσεις του, κυρίως μέσα απ’ την αθυρόστομη σάτιρά του, επιτίθεται στην υποκρισία και το σκοταδισμό, το νεοπλουτισμό και τη ραγιάδικη μοιρολατρία.
Σπυρίδων Βεντούρας
Ο Σπυρίδων Βεντούρας γεννήθηκε το 1761 στο νησί της Λευκάδας. Η οικογένεια του κρατούσε τις ρίζες της από τη Κέρκυρα απ' όπου μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στο νησί της Λευκάδος.
Σπυρίδων Βεντούρας |
Είναι ο πρώτος ζωγράφος που ασχολήθηκε και με κοσμικά θέματα, ωστόσο, τα περισσότερα έργα του έχουν θέματα θρησκευτικά και τα πιο πολλά από αυτά είναι συγκεντρωμένα σ’ εκκλησίες της Λευκάδας. Διδάχτηκε την ζωγραφική, την ελληνική και την ιταλική γλώσσα στη Λευκάδα από τον Νικόλαο Δοξαρά. Στα 25 του χρόνια μετέβη στη Βενετία όπου μυήθηκε στα μυστήρια των σχολών δίπλα σε διάσημους ζωγράφους και επηρεάστηκε από ζωγράφους της Αναγέννησης. Όταν επέστρεψε στη Λευκάδα επιδόθηκε στην αγιογραφία και την προσωπογραφία.
Σπυρίδων Βεντούρας |
Ο Βεντούρας δανείζεται μοτίβα, πρόσωπα, τμήματα από σκηνές, από Ιταλούς δασκάλους, αλλά δεν αντιγράφει τυφλά. Η προτίμησή του φαίνεται να ήταν ο Βερονέζε και ο Αννίβας Καράτσι. Από τα θρησκευτικά έργα του Βεντούρα καταλαβαίνομε πως ήταν ένας ζωγράφος τολμηρός και ιδιόρρυθμος.
Απεβίωσε στις 18 Ιουνίου 1835 και θάφτηκε στον οικογενειακό τάφο, στο εσωτερικό της εκκλησίας, της Παναγίας των Ξένων, που βρισκόταν πλησίον της οικείας του.
Σπυρίδων Βεντούρας |
copyright Έλενα Παπάζη
Βιβλιογραφία
Κατράμης Ν., φιλολογικα Ανάλεκτα Ζακύνθου, 1880
Προκοπίου 1936
Σπητέρης Τ., Η αυτοπροσωπογραφία του Ν, Κουτούζη
Δε Βιάζης Σ., Η ζωγραφική εν Ελλάδι
Κ. Μαχαιρά, Η Λευκάς επί Ενετοκρατίας 1684-1797
Π. Γ. Ροντογιάννης, Η χριστιανική τέχνη στη Λευκάδα, 1974