Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

Έργο του Βαν Γκογκ θα εμφανιστεί δημόσια για πρώτη φορά από τότε που δημιουργήθηκε.

Φωτογραφία: WestImage - Art Digital Studio/Sotheby’s. Πηγή: The Guardian


  Το έργο του Βίνσεντ Βαν Γκογκ «Scène de rue à Montmartre», είναι μια βουτιά στον χρόνο και σε μια συναρπαστική, ξεχωριστή ατμόσφαιρα και μέρη που δεν υπάρχουν πια.

   Ένα σημαντικό έργο του Βίνσεντ βαν Γκογκ, το οποίο ανήκει στην ιδιωτική συλλογή της ίδιας οικογένειας από τη Γαλλία για περισσότερο από έναν αιώνα, πρόκειται να εμφανιστεί δημόσια για πρώτη φορά από τότε που ζωγραφίστηκε, την άνοιξη του 1887, έναν χρόνο πριν ο Ολλανδός ζωγράφος φύγει από το Παρίσι για την Αρλ.



   Το έργο Scène de rue à Montmartre (Impasse des Deux Frères et le Moulin à Poivre) είναι μέρος μιας πολύ σπάνιας σειράς που απεικονίζει το περίφημο Moulin de la Galette, στην κορυφή του λόφου της Μονμάρτρης με θέα το Παρίσι.

   Ο Βαν Γκογκ την άνοιξη του 1886 επισκέφθηκε το Παρίσι και εκεί έζησε με τον αδελφό του –επιτυχημένο έμπορο τέχνης–, στην περιοχή της Μονμάρτρης, που ήταν το καλλιτεχνικό κέντρο του Παρισιού στα τέλη του 19ου αιώνα.

  Κατά την παραμονή του εκεί ήρθε σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πολ Γκογκέν και Τουλούζ Λοτρέκ, που τον επηρέασαν σημαντικά, ειδικά στη χρήση του χρώματος. Εκεί ξεκίνησε να αναπτύσσει και το δικό του προσωπικό ύφος και να εφαρμόζει τις δικές του τεχνικές.

 Οι μελετητές θεωρούν το έργο σημαντικό γιατί αντικατοπτρίζει τη μετάβαση του Βαν Γκογκ σε μια νέα περίοδο, κατά την οποία εγκαταλείπει τα σκοτεινά έργα.

  Το συγκεκριμένο έργο αποκτήθηκε από έναν Γάλλο συλλέκτη το 1920, έχει παραμείνει στην ίδια οικογένεια από τότε και δεν έχει εμφανιστεί ποτέ στο κοινό, παρά το γεγονός ότι αναφέρεται σε επτά καταλόγους έργων του ζωγράφου.

   Οι Σόθμπις και ο γαλλικός οίκος δημοπρασιών Μιραμπό Μερσιέ, που πωλούν το έργο στη βραδιά Ιμπρεσιονιστών και Μοντέρνας Τέχνης στις 25 Μαρτίου στο Παρίσι, αναφέρουν ότι «πολύ λίγοι πίνακες του Βαν Γκογκ από την εποχή της Μονμάρτρης παραμένουν σε ιδιωτικά χέρια, οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται στα πιο διάσημα μουσεία του κόσμου. Η παρουσίαση στην αγορά ενός πίνακα από αυτήν την εμβληματική σειρά θα είναι αναμφίβολα ένα σημαντικό γεγονός για τους συλλέκτες του Βαν Γκογκ και γενικά για την αγορά τέχνης».

   Οι μελετητές θεωρούν το έργο σημαντικό γιατί, επιπλέον, αντικατοπτρίζει την μετάβαση του Βαν Γκογκ σε μια νέα περίοδο κατά την οποία εγκαταλείπει τα σκοτεινά έργα. Είναι ακριβώς η στιγμή που το χρώμα εμφανίστηκε για πρώτη φορά, σε όλη του τη λάμψη, στο έργο του. Η σκηνή του δρόμου στη Μονμάρτρη είναι μια αξιοσημείωτη μαρτυρία για μια κρίσιμη εποχή στο έργο ενός από τους μεγαλύτερους δασκάλους της σύγχρονης τέχνης.

   Στο έργο, ο Βαν Γκογκ επιλέγει να απεικονίσει ένα από τα πιο διάσημα μέρη του Butte Montmartre: το Pepper Mill, γνωστό επίσης ως «Moulin Debray», που βρίσκεται μέσα στους χώρους του Moulin de la Galette.

   Η Μονμάρτρη, γνωστή τότε ως La Butte, μεταμορφώθηκε γρήγορα από το αγροτικό χωριό που ήταν σε μια συνοικία διασκέδασης, ενώ το μέρος που ζωγράφισε ο Βαν Γκογκ καταστράφηκε κατά την κατασκευή της Λεωφόρου Junot το 1911.

  Ο μύλος απεικονίζεται εδώ από το Impasse des Deux Frères (Το αδιέξοδο των δυο αδερφιών), με την είσοδο στον περίβολο του Moulin de la Galette να περιβάλλεται από διακοσμητικά φανάρια και ένα καρουσέλ ορατό αριστερά, πίσω από τον ξύλινο φράχτη.

 Η περιοχή των μύλων που είχαν σταματήσει να λειτουργούν είχε γίνει τόπος αναψυχής των Παριζιάνων που έφταναν σε εκείνο το εξοχικό μέρος για να πιουν και να χορέψουν και μια επισήμανση για το πως απεικόνισαν το μέρος οι διάσημοι κάτοικοί του. Είναι το ίδιο μέρος που μέχρι σήμερα θα παραμείνει μυθικό και θα εμπνεύσει πολλές γενιές καλλιτεχνών.





Πηγές 


Τhe Guardian


Έργα τέχνης δείχνουν πόσο αλλάζουν τα φρούτα με το πέρασμα των αιώνων.


  Φρούτα, λαχανικά, ξηροί καρποί, δημητριακά. Δυο επιστήμονες με τη βοήθεια έργων τέχνης επιχειρούν να καταδείξουν πώς άλλαξαν τα τρόφιμα στο πέρασμα των αιώνων. Ο Πικάσο πάντως είναι ακατάλληλος.

  Πολλοί καρποί στον πίνακα του Φλαμανδού ζωγράφου Φρανς Σνάιντερ (1579-1657) «Ο πάγκος με τα φρούτα» μας είναι γνώριμοι. Ωστόσο το καρπούζι με το λευκό εσωτερικό προκαλεί απορίες.

  Εδώ και αιώνες όμως, οι καλλιτέχνες αποτύπωναν στον καμβά τους τρόφιμα. Για παράδειγμα ο πίνακας του Σνάιντερ «Ο πάγκος με τα φρούτα» είναι γεμάτος με μήλα, σταφύλια, ροδάκινα, αγγινάρες και το περίεργο λευκό καρπούζι. Το έργο βρίσκεται στο περίφημο μουσείο Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη και προσέλκυσε την προσοχή δυο επιστημόνων.


  «Έτσι πρέπει να ήταν τότε τα καρπούζια» υποθέτει ο ιστορικός τέχνης Ντάβιντ Φεργκάουφεν κοιτάζοντας τον πίνακα. Ο Ίβε ντε Σμετ, καθηγητής μοριακής βιολογίας, αντιδρά μάλλον σκεπτικά σε αυτή την εικασία και αντιτείνει πως ο ζωγράφος μπορεί και να μην ήταν καλός. Αδύνατον ανταπαντά ο ιστορικός τέχνης, ήταν από τους καλύτερους του 17ου αιώνα.

  Οι δυο φίλοι επιστήμονες ήταν πραγματικά περίεργοι. «Ήμασταν σύμφωνοι ότι δεκάδες είδη φρούτων και λαχανικών έχουν να μας πουν ενδιαφέρουσες ιστορίες, τις οποίες δεν γνωρίζουμε με λεπτομέρειες» δηλώνει ο Φεργκάουφεν. Αποφάσισαν να ενώσουν τις δυο φαινομενικά ασύμβατες επιστήμες: τη βιολογία και την ιστορία της τέχνης. Ήθελαν να ερευνήσουν την εξέλιξη των τροφίμων.

  Πολλά από τα τρόφιμα που έχουμε σήμερα στην κουζίνα μας, έμοιαζαν πολύ διαφορετικά. Πολλά είδη ήταν πιο μεγάλα και έδιναν περισσότερους καρπούς. Την άγρια μπανάνα για παράδειγμα με μεγάλους σαν καρύδια σπόρους δεν μπορεί κανείς πια να την βρει στο σουπερμάρκετ.

  Εδώ έρχονται να βοηθήσουν οι καλλιτέχνες και η ιστορία της τέχνης. Πάρα πολλοί ζωγράφοι είχαν αποτυπώσει στον καμβά τους λαχανικά και φρούτα και μάλιστα με λεπτομέρειες. Με τον τρόπο αυτό οι επιστήμονες μπόρεσαν να μάθουν τα χρώματα που είχαν τα καρότα, πώς καλλιεργούνταν οι φράουλες ή ποια ήταν η προέλευση των καρπουζιών. Οι καλλιτέχνες που είναι συνετό να συλλεχθούν πληροφορίες από τα έργα τους πρεπεί να είναι λεπτομερείς και να αγγίζουν σε μεγάλο βαθμό τη πραγματικότητα καθώς δεν μπορείς να εξάγεις ασφαλή συμπεράσματα από έναν καλλιτέχνη που λειτουργεί με αφηρημένη τέχνη αλλά από έναν αποδεδειγμένο νατουραλιστή καλλιτέχνη.

  Ο ρόλος του ιστορικού τέχνης σε αυτό το νέο εγχείρημα είναι, όπως λέει ο Φεργκάουφεν, να καταδείξει ποιος καλλιτέχνης αποδίδει πιστά την πραγματικότητα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ποιος όχι. Οι δυο επιστήμονες ελπίζουν ότι μουσεία και συλλέκτες σε όλο τον κόσμο θα σταθούν αρωγοί ώστε ένα μπορέσουν να συμπληρώσουν την τράπεζα πληροφοριών τους.


 





Copyright Έλενα Παπάζη





Πηγές


Deutsche Welle


Η «Γέφυρα του Bατερλό»: Η ιστορία ενός αριστουργήματος του Μονέ που δημοπρατείται.

 

Claude Monet, Waterloo Bridge, effet de brouillard (1889-1903). Oil on canvas. Christie’s, New York.




   Η διάσημη σειρά των έργων του Μονέ δημιουργήθηκε από το 1899 έως το 1901, όταν ο καλλιτέχνης πραγματοποίησε τρία ταξίδια στο Λονδίνο.

  Το φθινόπωρο του 1899, ο Μονέ επέστρεψε στο Λονδίνο για να ζωγραφίσει «μια σειρά από τις ομίχλες του Λονδίνου» και «μερικά εφέ της ομίχλης στον Τάμεση». Ήδη από τη δεκαετία του 1880 ο Μονέ ξεκίνησε να ζωγραφίζει σειρές πινάκων, όλων βασισμένων σε ένα κοινό θέμα, το οποίο όμως απέδιδε κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο ή με διαφορετική τεχνοτροπία.

  Όταν έφτασε στο Λονδίνο για πρώτη φορά το 1899, στο αποκορύφωμα της καριέρας του, γοητεύτηκε από τις γέφυρες Charing Cross και Waterloo που έβλεπε από το παράθυρό του. Μάλιστα οι επιστήμονες κατάφεραν το 2010 να εντοπίσουν το ακριβές σημείο όπου βρισκόταν ο διάσημος ζωγράφος την ώρα της δημιουργίας του πίνακα Η Γέφυρα του Βατερλό. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξαν και συνέδεσαν, αρχεία της κίνησης του ήλιου, χάρτες του Λονδίνου από τη Χαρτογραφική Υπηρεσία του στρατού και ιστορικά μετεωρολογικά δεδομένα, κατάφεραν να εντοπίσουν το σημείο στο μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου του ξενοδοχείου «Σαβόι», όπου στάθηκε ο Μονέ για να ζωγραφίσει. 

   Ο Μονέ, σε αντίθεση με άλλους ζωγράφους, αντιλήφθηκε με διαφορετικό χρώμα, με λεπτές αποχρώσεις του μπλε, του λιλά και του ροζ, το υδάτινο τοπίο και τον ουρανό, και κάποτε είπε: «Το Λονδίνο δεν θα ήταν μια όμορφη πόλη. Είναι η ομίχλη που του δίνει το υπέροχο εύρος».


Τον πίνακα αγόρασε το 1904 η Αμερικανίδα ποιήτρια Έιμι Λάουελ. Φωτο: Harvard University

  Ο Μονέ, παρόλο που δεν χρησιμοποίησε ένα τυπικό γκρίζο χρώμα για να απεικονίσει το νέφος του Λονδίνου, αιχμαλώτισε την αντίθεση των φυσικών φαινομένων και την ομίχλη πάνω από τον Τάμεση, με τη βιομηχανική έκρηξη της εποχής, δείγματα της οποίας αποτελούν οι καπνοδόχοι και οι ατμομηχανές.  

  Η διάσημη σειρά των έργων του Μονέ δημιουργήθηκε από το 1899 έως το 1901, όταν ο καλλιτέχνης πραγματοποίησε τρία ταξίδια στο Λονδίνο. Από τις σειρές έργων που φιλοτέχνησε εκείνη την εποχή, η σειρά Waterloo Bridge είναι η μεγαλύτερη. Με τους εκτεταμένους ουρανούς και τις μεγάλες εκτάσεις κυματισμού νερού και αντανακλάσεων φωτός, τα έργα συγκαταλέγονται επίσης στα πιο ορατά και εκφραστικά της σειράς.

  Ο Μονέ, σε αντίθεση με άλλους ζωγράφους, αντιλήφθηκε με διαφορετικό χρώμα, με λεπτές αποχρώσεις του μπλε, του λιλά και του ροζ, το υδάτινο τοπίο και τον ουρανό, και κάποτε είπε: «Το Λονδίνο δεν θα ήταν μια όμορφη πόλη. Είναι η ομίχλη που του δίνει το υπέροχο εύρος». Αυτό ακριβώς το εφέ της ομίχλης (effet de brouillard) του χάρισε μερικά από τα αριστουργήματά του, στο οποίο κατάφερε να συνδυάσει την αρμονία του χρώματος και τα οράματά του για τη σύνθεση.

  Το έργο που βγαίνει σε δημοπρασία ήταν ένα από τα πρώτα που μπήκαν σε αμερικανική συλλογή, αυτή της ποιήτριας Έιμι Λόουελ που κέρδισε το Πούλιτζερ το 1926.

 Με εννέα καμάρες η περίφημη γέφυρα, από τις πιο διάσημες της πόλης, ρίχνει πληθώρα σκιών και αντανακλάσεων στα νερά του Τάμεση.

  Συνδέοντας το κέντρο της πόλης με τα εργοστάσια της νότιας όχθης, η γέφυρα αποτέλεσε διάσημο θέμα για τους καλλιτέχνες από το άνοιγμά της το 1817. Περιγράφεται από τον γλύπτη Αντόνιο Κανόβα ως «η ευγενέστερη γέφυρα στον κόσμο», ενώ ήταν το θέμα σε πίνακες των Τζον Κόνσταμπ και Γουίλιαμ Τέρνερ. Το δίδυμο έργο του Μονέ «Waterloo Bridge, effet de brouillard» στεγάζεται τώρα στο Μουσείο Ερμιτάζ.

  Ο καλλιτέχνης δούλευε ταυτόχρονα σε πολλούς καμβάδες, μετακινούμενος μεταξύ των έργων, καθώς ο καιρός της πόλης άλλαζε συνεχώς, λούζοντας τα θέματά του με διαφορετικό φως. Σε μια επιστολή στη σύζυγό του Αλίς Οσεντέ εξέφρασε την ανησυχία του για την εξαιρετική ευαισθησία του φωτός στο Λονδίνο, που άλλαζε από την ομίχλη και τον καπνό, διαρκούσε μόνο πέντε λεπτά και μπορούσε να τον τρελάνει. 

  Σύμφωνα με τους ειδικούς του οίκου Christie's, «αυτός ο πίνακας επιχειρεί το αδύνατο, την απεικόνιση της ομίχλης που παρασύρεται στον Τάμεση ένα πρωινό και έχει όλα τα χρώματα σε μια μαγική συμφωνία».

  Μετά από τρία ταξίδια στο Λονδίνο, ο Μονέ επέστρεψε στο σπίτι του στο Ζιβερνί για να ολοκληρώσει τους πίνακές του, που τους έβλεπε ως ενιαίο σύνολο 100 έργων, και παρουσίασε 37 από αυτά στη Galerie Durand-Ruel, στο Παρίσι τον Μάιο του 1904.

  Τον πίνακα αγόρασε η Έιμι Λάουελ, μια διακεκριμένη Αμερικανίδα, προστάτιδα των τεχνών στις αρχές του αιώνα, που είχε γοητευθεί από την ευρωπαϊκή ζωγραφική, και απέκτησε το έργο μετά την έκθεση στην Galerie Durand-Ruel, το 1904. Το Λονδίνο ενέπνευσε και τη Λάουελ καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της και μερικά από τα καλύτερά της ποιήματα έχουν ως θέμα τους τον Τάμεση. 

  Σήμερα, οι περισσότεροι από αυτούς τους πίνακες της σειράς του Μονέ στεγάζονται σε μεγάλα μουσεία, από την Εθνική Πινακοθήκη Τέχνης στην Ουάσινγκτον ως το Μουσείο Τέχνης του Ντένβερ. 








Copyright Έλενα Παπάζη