Ο Παπαδιαμάντης φωτογραφημένος από τον Παύλο Νιρβάνα στη Δεξαμενή της Αθήνας το 1906. |
Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ακρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα.
Ο Σταμάτης Σταματίου δεν τον αναγνώρισε και μάλιστα σχημάτισε την εντύπωση ότι ήταν κάποιος άπορος που πήγε να πάρει τις δέκα δραχμές για τα Χριστούγεννα, όπως όλοι οι φτωχοί της εποχής. Ο Παπαδιαμάντης τις πήρε, αλλά ήθελε να δώσει και το κείμενό του.
Ακολουθεί ο χαρακτηριστικός διάλογος στο πολυτονικό της καθαρεύουσας, όπως τον κατέγραψε Στ. Σταματίου:
«-Κι αυτά τί νά τά κάμω; Δέν τά θέλετε; Καί μού έδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πώς ήταν πιστοποιητικά απορίας. Κράτησέ τα, τού είπα, εμάς δέν μάς χρειάζονται. Εσείστηκε, λυγίστηκε ολίγο, έκανε, σκυφτός νά φύγη, ξαναγύρισε.
Τότε αφού δέν σάς χρειάζονται αυτά, εγώ μέ τί δικαίωμα θά πληρωθώ; Δέν πειράζει, αρκούμεθα εις τόν λόγον σας. Χριστούγεννα είναι τώρα. Ναί, αλλά άν δέν πάρετε αυτά, εγώ δέν μπορώ νά πάρω χρήματα. Μά δέν τά παίρνετε εσείς τά χρήματα, σάς τά δίνουμε εμείς!… Έ, τότε, πάρτε κι εσείς ετούτα πού μού τά ζητήσατε. Καί τά άφησε σιγά καί μαλακά απάνω στό τραπέζι.
Εσκέφθηκα, μήπως τού ζήτησε τίποτα πιστοποιητικά τό λογιστήριο. Μά τί είναι, επί τέλους αυτά, τού λέω, πού πρέπει απαραιτήτως νά τά πάρουμε; Τό διήγημα τών Χριστουγέννων, πού μού εζητήσατε. Τό διήγημα τών Χριστουγέννων… καί ποιός είσθε σείς; Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης!
Ο ίδιος; Ο ίδιος καί ολόκληρος! Έπεσε τό ταβάνι καί μέ πλάκωσε, η πέννα έφυγε από τά χέρια μου, όλα εκεί μέσα, εικόνες, καρέκλες, βιβλία, εφημερίδες, σάν νά στροβιλίσθηκαν γύρω μου καί έκανα ώρα νά συνέλθω. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αυτός ο πρίγκηψ τών Ελλήνων λογογράφων, πού τόν φανταζόμουνα ακτινοβολούντα, γελαστόν, ωραίον, καλοντυμένον, ευτυχή, γεμάτον εγωϊσμόν, αέρα καί μεγαλοπρέπεια, αυτός!… Αυτός ο μαλακός, ο καλός, ο δειλός, ο φοβισμένος, καί τσαλακωμένος άνθρωπος, πού στεκότανε μέ συστολή μαθητού επιμελούς, εκεί ενώπιόν μου!…
Αυτός, πού μάς έδωκε γλύκες πνευματικές καί συγκινήσεις ψυχικές, πού ανιστόρησε κόσμους θαλασσινούς, κι εζωντάνεψε, εμπρός μας, ανθρώπους μακρυνούς κι αγνώστους, πού τούς έκαμε δικούς μας, εντελώς δικούς μας, σάν νά περάσαμε μιά ζωή μαζί, αυτός σέ μιά τέτοια κατάστασι, εκεί ενώπιόν μου!… Τού έσφιξα τό χέρι χωρίς νά ημπορώ ούτε μιά λέξι νά προφέρω.
Από τήν ταραχή μου καί τή σαστιμάρα μου ούτε τό φώς δέν άναψα. Αισθάνθηκα ένα τρεμουλιαστό χέρι νά σφίγγη τό δικό μου καί τόν έχασα μέσα εις τό σκοτάδι… Έμεινε όμως πίσω μιά μοσχοβολιά κηριού πού λυώνει εμπρός στίς άγιες εικόνες, κάτι από τού καντηλιού τό σβύσιμο, κάτι από θυμιατού πέρασμα μακρυνό, μακρυνό πολύ…»