Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

Ο Ζωγράφος Κώστας Γούναρης και η Θεσσαλονίκη

 



  Ένας από τους ζωγράφους της γενιάς του που αγάπησαν την πόλη τους, τη Θεσσαλονίκη, και την ύμνησαν μέσα από τη ζωγραφική τους, ο Κώστας Γούναρης αποτύπωσε στα έργα του κάθε γωνιά της, αστικές γειτονιές, ιστορικά κτήρια, αρχοντικά με επιδίωξη να συνθέσει την εικόνα της στις αρχές του 20ού αιώνα.

 Ο Κώστας Γούναρης γεννήθηκε στις 5/10/1929 στη Θεσσαλονίκη και άρχισε να ζωγραφίζει από πολύ μικρός. Φοίτησε στην Παλαιά Δημόσια Εμπορική Σχολή Θεσσαλονίκης για να συνεχίσει τη δουλειά του πατέρα του, ο οποίος δεν του επέτρεψε να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών.

  Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι Γερμανοί επέταξαν το σπίτι του και η οικογένεια, μετακόμισε σε ένα άλλο σπίτι, όπου στο υπόγειό του ζούσε ένας αγιογράφος. Ο νεαρός Γούναρης πήρε  από αυτόν τις πρώτες γνώσεις σχετικά με τα χρώματα, τις μίξεις που έπρεπε να κάνει και τον τρόπο επεξεργασίας τους. Άρχισε να μαζεύει χρήματα για να αγοράζει λινέλαιο και στεγνωτικά, ενώ πήγαινε στα παλιατζίδικα και μάζευε τα πεταμένα ξύλα για να ζωγραφίσει πάνω τους.


  Σημαντικό ρόλο, επίσης, στην ζωγραφική του πορεία έπαιξε ένας συγγενής του, ο Αντώνης Μυστακίδης, γνωστός στα λογοτεχνικά γράμματα ως Μεσεβρινός. Ήταν ο άνθρωπος που του έμαθε να χρησιμοποιεί τις ακουαρέλες.  

 Ξεκινώντας με την ακουαρέλα καθώς ήταν πιο φθηνή ,εν αντιθέσει με το λάδι και τον ακριβό εξοπλισμό του, με ένα κουτί μπογιές, δύο πινέλα και νερό άρχισε τις πρώτες του δημιουργίες.

  Την ίδια εποχή τον φέρνει σε επαφή με τον κύκλο του φωτογραφείου του Λυκίδη, στον οποίο μαζεύονταν αρκετοί ζωγράφοι. Εκεί, γνώρισε τον Μεσαρέ Κενάν Μπέη. Ο Γούναρης πολύ γρήγορα κέρδισε την εμπιστοσύνη του Λυκίδη και άρχισε να ζωγράφιζει τις κάρτες. Μετά την ολοκλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων ο Κώστας θα φύγει στην Ελβετία, όπου εργάστηκε στο τμήμα σχεδίασης ενός εργοστασίου επίπλων».



  Στην Ελβετία μπήκε στον «κόσμο» της παραγωγής έργων τέχνης και την περίοδο 1959-60 ασχολήθηκε με γελοιογραφίες υπογράφοντας ως Const.

  Το 1963 επέστρεψε στην Ελλάδα και μέσω του ζωγράφου Μαυρομάτη γνώρισε τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Τότε ξεκίνησε μία μακρά και δημιουργική φιλία.

  Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, υπογραμμίζει η κ. Μαυρογένη, χαρακτήρισε το έργο του Κώστα Γούναρη ως την καλλιτεχνική δικαίωση της «Άνω Πόλης». «Η ομορφιά του έργου του, αναφέρει σε ένα εισαγωγικό σημείωμα σχετικά με το έργο του Γούναρη, επιτυγχάνεται με τα απλά χρώματα που χρησιμοποιεί στις ακουαρέλες του, μαζί με την ιδιαίτερη τεχνική του». Η πρώτη συμμετοχή του σε ομαδική έκθεση έγινε το 1974 και την ίδια χρονιά συνεργάζεται με τη «Μικρή Πινακοθήκη Διαγώνιο», που ιδρύθηκε από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. 


 Το 1981, ο Κώστας Γούναρης διοργανώνει τη δεύτερη ατομική του έκθεση και πάλι στη Διαγώνιο, όπως και 1984, αυτή τη φορά με κύριο θέμα την απεικόνιση του Αγίου Όρους. «Στα έργα του, ο θεατής μπορεί να “ περπατήσει” στο άβατο του ιερού χώρου. Η γαλήνη και η ηρεμία κατακλύζουν τα μάτια του θεατή, ενώ οι κλειστές πόρτες και τα παράθυρα, ένα σύμβολο μετάβασης, λειτουργούν πραγματιστικά αφήνοντας τη φαντασία μας να δημιουργήσει τη δική της ιστορία πίσω από αυτήν», επισημαίνει η κ. Μαυρογένη.

  «Είναι αλήθεια», προσθέτει, «ότι οι ακουαρέλες του Κώστα Γούναρη έχουν και μια ακόμη ιδιομορφία στον τρόπο που χειρίζεται την επεξεργασία των χρωμάτων. Καθώς ζωγραφίζει σε αμούσκευτο χαρτί και με πυκνό διάλυμα χρώματος δίνει την αίσθηση της αδιαφάνειας, δηλαδή του έντονου φωτός δημιουργώντας καλύτερο εικαστικό αποτέλεσμα».



  Στην ατομική του έκθεση το 1987, ο ζωγράφος γυρίζει πίσω και ανακαλύπτει την πόλη με το παρελθόν της αίγλης της μέσα από τα αρχοντικά της Βασιλίσσης Όλγας.

  «Η μαεστρία του ξεδιπλώνεται σε όλο το μεγαλείο της, σαν έγχρωμες φωτογραφίες. Ωστόσο έχουμε να κάνουμε με ακουαρέλες. Ένα υλικό πολύ δύσκολο που δεν επιδέχεται επιδιορθώσεις ή αλλαγές. Στη σχεδιαστική και χρωματική ακρίβεια στην τοιχοποιία, στις γρίλιες των παραθυρόφυλλων, στα τελειώματα του οθωμανικού αετώματος στη Δημοτική Πινακοθήκη, αλλά και στα διακοσμητικά ακροκέραμα των υπολοίπων κτηρίων αναγνωρίζουμε τον ταλαντούχο καλλιτέχνη», τονίζει.



  Στη νέα αυτή ζωγραφική του παραγωγή από ασπρόμαυρο φωτογραφικό υλικό που υπήρχε για την πόλη εκείνες της εποχής, ο καλλιτέχνης αποτυπώνε κάθε γωνιά της Θεσσαλονίκης, ηλιόλουστη με τα ζεστά χρώματα της ώχρας και του παλιού ξύλου, με όλες τις αποχρώσεις της πέτρας που έστρωναν τα σοκάκια της ή της γης των χωματόδρομών της.

   Ο ζωγράφος σημειώσε στο βιβλίο του "Ακουαρέλες από τη Θεσσαλονίκη που έφυγε" : "Αυτό που πάντα βασάνιζε τη σκέψη μου ήταν η εικόνα της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 20ού αιώνα, μια εικόνα που επιβίωνε ακόμη μέχρι την τελευταία προπολεμική δεκαετία. Ήταν η πόλη των παιδικών μου χρόνων, ένα μίγμα προσωπικών αναμνήσεων αλλά και διηγήσεων μεγαλυτέρων μου, ζωγραφισμένων με τα ωραιότερα χρώματα της φαντασίας τους. Αυτή την εικόνα προσπάθησα να αποτυπώσω με τη δουλειά μου τα τελευταία τρία χρόνια. Ήταν ένας κοπιώδης αγώνας, μια έρευνα πάνω σε μια εικόνα του παρελθόντος, πάνω στις ίδιες μου τις μνήμες."

  Ο Κώστας Γούναρης εργάστηκε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του ως σχεδιαστής επίπλων. Στη ζωγραφική ήταν αυτοδίδακτος, αλλά αφιερώνε σ’αυτήν όλες του τις ελεύθερες ώρες από παιδί ακόμη.

  Η άποψη του για την αυτοδιδασκαλία και την διδασκαλία της ζωγραφικής ήταν ότι "θα πρέπει να κάνει κανείς σπουδές. Γιατί στη Σχολή Καλών Τεχνών διδάσκονται και θεωρητικά μαθήματα, όπως η Ιστορία της Τέχνης που σίγουρα χρειάζονται. Η ίδια η διδασκαλία της Τέχνης, βέβαια, εξαρτάται από το διδάσκοντα αλλά και από την προσωπική εξέλιξη του καθενός ως καλλιτέχνη. Και είναι βασικό το αυθόρμητο ταλέντο να το καλλιεργήσει ο καθένας προσωπικά, όπως το αισθάνεται ο ίδιος και όχι όπως το επιβάλλουν άλλοι."

  Κατά τη γνώμη  του η Θεσσαλονίκη " δεν είναι πια όμορφη. Οι κατασκευές που χτίστηκαν μετά την κατοχή κατέστρεψαν την ομορφιά της, την έκαναν άχαρη."




«Μεγάλη αγάπη για την απόδοση της πραγματικότητας»


  Χαρακτηριστικά στοιχεία της δουλειάς του αποτελούν η προσήλωση στη λεπτομέρεια, η ακρίβεια, η αρτιότητα και η επιδεξιότητα με την οποία χειρίζόταν το ραπιδογράφο και το πινέλο. Οι ακουαρέλες και τα σχέδιά του δεκαετίες τώρα παραμένουν ζωντανοί μάρτυρες ενός νοσταλγικού παρελθόντος. 

 Στα έργα του ανακαλύπτουμε μια γνήσια καλλιτεχνική προσωπικότητα που ζωγραφίζει με περισσή ακρίβεια και λεπτομέρεια, το οικείο καθημερινό περιβάλλον, λαϊκά σπίτια εγκαταλειμμένα αρχοντικά και ιστορικά μνημεία, μοναστήρια και αστικές γειτονιές. Η διαχείριση της μνήμης μέσα από την αρχιτεκτονική αναπαράσταση ενός κόσμου που έφυγε, αποδίδεται με ειλικρίνεια και βαθιά αγάπη μέσα στο έργο του», αναφέρει η κυρία Μαυρογένη.

 Προτιμά να χρησιμοποιήσει την δύναμη της αυστηρής αποτύπωσης των εικόνων δίδοντας άρτια δείγματα τοπιογραφίας. Η νοσταλγία, η απόλυτη σιωπή που αναδύεται μέσα από την καθαρότητα των εικόνων, δημιουργεί έναν κόσμο υψηλής ποιότητας και μοναδικής ευαισθησίας.

  Οι λεπτομέρειες με τα χρόνια τον παιδεύαν ολοένα και περισσότερο. Τα έργα της τελευταίας του έκθεσης τα ζωγράφισε έχοντας χάσει την όραση από το ένα μάτι.


 Η μαεστρία της χρήσης του υλικού έδινε ένα υπέροχο δημιούργημα, θυμίζοντας από τη μια χαλκογραφία και από την άλλη αρχιτεκτονικό σχέδιο αποτυπώνοντας την αίσθηση του τρισδιάστατου σε σχέση με την υπόλοιπη εικαστική ατμόσφαιρα.






copyright Έλενα Παπάζη


Πηγές: 

ΑΠΕ-ΜΠΕ

OloiGiaOlous.gr