1571-1610
Ο Καραβάτζο είναι ο πιο μυστηριώδης και ίσως ο πιο επαναστατικός ζωγράφος στην ιστορία της τέχνης. Στη Ρώμη 35 χρόνια μετά το θάνατο του Μιχαήλ Άγγελου, ανέτρεψε ριζικά το μανιερισμό των παλαιότερων ζωγράφων τον οποίο θεωρούσε αφύσικο, ανούσιο και επιτηδευμένο. Διαμόρφωσε μια νέα ρεαλιστική γλώσσα στη ζωγραφική, διαλέγοντας τα μοντέλα του από το δρόμο.
O Καραβάτζο είχε συλληφθεί και φυλακιστεί επανειλημμένα. Ομολόγησε τη δολοφονία ενός αντιπάλου του σ ένα είδος αντισφαίρισης, γιατί υποψιαζόταν ότι τον έκλεβε, ενώ υπήρχαν φήμες ότι είχε διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Ιδιοφυής ζωγράφος, εργαζόταν με εξαιρετική ταχύτητα, ζωγραφίζοντας απευθείας πάνω σε μουσαμά, χωρίς καν να σκιαγραφεί τις βασικές φόρμες. Οι ισχυροί προστάτες του δυσκολευόταν ολοένα και περισσότερο να τον βγάζουν από τις φυλακές, όπου τόσο συχνά κατέληγε.
Στα 21 του χρόνια προσβλήθηκε από βαριά ασθένεια που μάστιζε όλη την Ιταλία. Ένας φίλος του τον μετέφερε τότε στο νοσοκομείο των απόρων, όπου και τον άφησε, πιστεύοντας πως ίσως μπορεί και να μην τον ξαναδεί. Βρέθηκε ανάμεσα σε ετοιμοθάνατους, σ ένα σκοτεινό υπόγειο, Ο θάνατος φαινόταν βέβαιος. Σώθηκε, χάρη στον ηγούμενο του νοσοκομείου. Ο ηγούμενος τον αναγνώρισε και έβαλε να τον μεταφέρουν σε καλύτερο δωμάτιο και ανέθεσε τη φροντίδα του στις καλόγριες.
Ο Καραβάτζο τελικά επέζησε αλλά η περιπέτεια του τον σημάδεψε για πάντα. Όσο ο Καραβάτζο ανάρρωνε στο νοσοκομείο, λέγεται πως ζωγράφισε αρκετούς πίνακες για τον Κοντρέρας ως δείγμα ευγνωμοσύνης. Έμεινε για έξι μήνες στο νοσοκομείο, όπου και εμπνεύστηκε ένα από τα πιο διάσημα έργα του, τον άρρωστο Βάκχο.
Είναι βέβαιο ότι πρόκειται για αυτοπροσωπογραφία του, τη δεύτερη μετά από τον τραγουδιστή μουσικός στο πίνακα της χορωδίας. Στη προσωπογραφία του είναι φανερό ότι δεν έχει αναρρώσει ακόμα. Στη πραγματικότητα, ποτέ δεν έγινε εντελώς καλά. Σε όλη του τη ζωή παραπονιόταν για πόνους στο στομάχι και στο κεφάλι.
Σε κάθε ζωγραφική σύνθεση επέλεγε τη πιο δραματική στιγμή, ακόμα και στα ιερότερα θέματα. Το έμβλημα του ήταν η πρωτοκαθεδρία της φύσης και της αλήθειας.
Στη ζωγραφική, ο Καραβάτζο είναι αυτό που αργότερα ονομάστηκε μπαρόκ. Στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, το μπαρόκ αποτέλεσε μια περίοδο παραφοράς, έκστασης, υπερβολής. Τα έργα του Καραβάτζο φόρτισαν ακόμη περισσότερο τη θυελλώδη ατμόσφαιρα. Κάθε πίνακας του προκαλούσε σκάνδαλο και ο ίδιος απέκτησε πολλούς εχθρούς.
Το σοκ που προκάλεσαν τα έργα του Καραβάτζο ήταν ισχυρό και μακροχρόνιο, ενώ δε συνέβη το ίδιο και τη φήμη του. Τα έργα του ξεχάστηκαν και έπρεπε να περιμένει περίπου τριακόσα χρόνια για να δικαιωθεί ως ζωγράφος. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Καραβάτζο υπήρξε ασυγχώρητα προκλητικός και ο θανατός του ήταν ανάλογος. Το πτώμα του δε βρέθηκε ποτέ, και υπάρχουν ορισμένοι που υποστηρίζουν ότι σκηνοθέτησε το θάνατο του, για να αποφύγει τη δίωξη του από το νόμο.
H Μέδουσα |
Το σοκ που προκάλεσαν τα έργα του Καραβάτζο ήταν ισχυρό και μακροχρόνιο, ενώ δε συνέβη το ίδιο και τη φήμη του. Τα έργα του ξεχάστηκαν και έπρεπε να περιμένει περίπου τριακόσα χρόνια για να δικαιωθεί ως ζωγράφος. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Καραβάτζο υπήρξε ασυγχώρητα προκλητικός και ο θανατός του ήταν ανάλογος. Το πτώμα του δε βρέθηκε ποτέ, και υπάρχουν ορισμένοι που υποστηρίζουν ότι σκηνοθέτησε το θάνατο του, για να αποφύγει τη δίωξη του από το νόμο.
Ο Καραβάτζο εξαφανίστηκε από καταλόγους και χρονολογικούς πίνακες, με άλλα λόγια από την ιστορία της τέχνης.
Μετά από αυτή τη μακρά και αδικαιολόγητη λήθη, το έργο του Καραβάτζο επανήλθε με εντυπωσιακό τρόπο στο προσκήνιο. Γύρω στα 1890, ο Βολφκγανγκ Καλαμπ, ενώ επεξεργαζόταν το κατάλογο των αυτοκρατορικών συλλογών της Αυστρίας, παρατήρησε πως υπήρχε κοινό ύφος σε ορισμένους πίνακες αμφίβολης πατρότητας των αρχών του 17ου αιώνα.
Παρατήρησε προσεκτικά τη χρήση του φωτός, την ποιότητα της πινελιάς και ορισμένες ακόμα ιδιαιτερότητες, που τις μελέτησε σε βάθος. Εκείνη την εποχή δεν ήταν γνωστό ούτε ένα υπογεγραμμένο έργο του Καραβάτζιο9 ακόμα και σήμερα μόνο ένας πίνακας φέρει την υπογραφή του). Πολύ λίγα πράγματα ήταν γνωστά γι αυτόν το <<καταραμένο>> ζωγράφο. Οι ειδικοί άρχισαν να διαμορφώνουν το cοrpus του έργου του.
Η Θυσία του Ισαάκ |
Μετά από αυτή τη μακρά και αδικαιολόγητη λήθη, το έργο του Καραβάτζο επανήλθε με εντυπωσιακό τρόπο στο προσκήνιο. Γύρω στα 1890, ο Βολφκγανγκ Καλαμπ, ενώ επεξεργαζόταν το κατάλογο των αυτοκρατορικών συλλογών της Αυστρίας, παρατήρησε πως υπήρχε κοινό ύφος σε ορισμένους πίνακες αμφίβολης πατρότητας των αρχών του 17ου αιώνα.
Παρατήρησε προσεκτικά τη χρήση του φωτός, την ποιότητα της πινελιάς και ορισμένες ακόμα ιδιαιτερότητες, που τις μελέτησε σε βάθος. Εκείνη την εποχή δεν ήταν γνωστό ούτε ένα υπογεγραμμένο έργο του Καραβάτζιο9 ακόμα και σήμερα μόνο ένας πίνακας φέρει την υπογραφή του). Πολύ λίγα πράγματα ήταν γνωστά γι αυτόν το <<καταραμένο>> ζωγράφο. Οι ειδικοί άρχισαν να διαμορφώνουν το cοrpus του έργου του.
Έτσι ο Καραβάτζο ξεκίνησε μα δεύτερη σταδιοδρομία ως μεγάλος καλλιτέχνης του παρελθόντος.
Ο Μικελάντζελο Μερίζι (Καραβάτζο) από το Καραβάτζο του Μπέργκαμο, πέρασε δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια. Το 1584 έγινε μαθητευόμενος στο εργαστήρι του Simone Peterzano, ενός γνωστού μιλανέζου ζωγράφου που υπήρξε μαθητής του Τιτσιάνο.
Ο πατέρας του Καραβάτζο, ο Φέρμο Μερίζι, ΄ταν διακοσμητής-αρχιτέκτονας, και εργαζόταν για τον Δούκα του Μιλάνου.
Ο Καραβάτζο πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μιλανο. Το 1576 ξέσπασε επιδημία πανούκλας και τότε έχασαν τη ζωή τους ο πατέρας και ο θείος του Καραβάτζο. Η μητέρα του μεγάλωσε τα πέντε παιδιά μόνη της σε συνθήκες μεγάλης ανέχειας. Ένας από τους αδερφούς του έγινε ιερέας, αλλα αργότερα ο Καραβάτζο στο απόγειο της φήμης του, τον αποκήρυξε.
Στο Μιλάνο είχε δημιουργηθεί μια νέα σχολή στη ζωγραφική με κύρια χαρακτηριστικά της την έμπνευση από τη καθημερινή πραγματικότητα και τη χρήση του φωτός με εντελώς πρωτοποριακό τρόπο.
Στη Κρεμόνα όπου ο Καραβάτζο μελέτησε τις νωπογραφίες του Πορντενόνε, η περίφημη Σοφονίσβη Ανγκουισόλα, η οποία ως νεαρή είχε γνωρίσει τον Μικελάντζελο, είχε διανθίσει τις προσωπογραφίες των εστεμμένων που είχε φιλοτεχνήσει με σκηνές από τη καθημερινή ζωή.
Το σχέδιο της με κιμωλία και κάρβουνο που απεικονίζει το μικρό της αδερφό που τον δαγκώνει στο χέρι μια καραβίδα, εντυπώθηκε στη μνήμη του Καραβάτζο (το πίνακα τον είχε ζωγραφίσει μετά από αίτημα του Καραβάτζο να του ζωγραφίσει μια παιδική μορφή αγοριού) και αποτέλεσε το θέμα ενός από τα πρώτα του έργα, όσο βρισκόταν ακόμη στη Ρώμη.
Οι νωπογραφίες στον Άγιο Αθανάσιο των Ελλήνων (Η Ανάληψη, Η Στέψη της Παρθένου) έχουν μελετηθεί προσεχτικά για τυχών ενδείξεις ότι είναι έργα του Καραβάτζο. Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν πως τα άνθη στον Άγιο Αθανάσιο φέρουν τη σφραγίδα του Καραβάτζο.
Μετά από φυλάκιση ενός πλούσιου προστάτη του, ο Καραβάτζιο βρέθηκε ξανά στο δρόμο, παρόλο ότι πια γνώριζε την αφρόκρεμα του καλλιτεχνικού κόσμου της Ρώμης, επέλεξε να επιστρέψει κντά στους άπορους της Ρώμης, περνώντας το καιρό του στη πιάτσα Ναβόνα, κάνοντας κυρίως συντροφιά με άλλους άπορους ζωγράφους.
Ο Καραβάτζο ήταν τότε 20 χρονών και καημός του ήταν να ζήσει και να ζωγραφίσει όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Όμως χρειαζόταν χρήματα. Στράφηκε στον Βαλεντίν ο οποίος τον συμβούλευσε να ζωγραφήσει θρησκευτικά θέματα, τα οποία είχαν τότε τεράστια ζήτηση. Ο Καραβάτζο δέχτηκε, ζήτησε τότε χρώματα και πινέλα, αλλά επέστρεψε στο σπίτι του εμπόρου μ έναν δεύτερο Βάκχο. Ο Βάκχος, είτε απορρίφθηκε από τον Βαλεντίν, είτε πουλήθηκε σε πολύ χαμηλή τιμη και δεν έλυσε το οικονομικό πρόβλημα του Καραβάτζο. Ο Βαλεντιν, σίγουρος για το ταλέντο του, τον παρακαλούσε μάταια να αναλάβει μια πραγματική ανάθεση, όπως η σταύρωση. Ωστόσο, ο Καραβάτζο προτίμησε α ζωγραφίσει ένα πίνακα που απεικόνιζε μια σκηνή της καθημερινότητας ή από το λαϊκό θέατρο, τη χειρομάντησα, για την οποία ο Βαλεντιν του έδωσε μόνο 30 ασημένια νομίσματα.
Έτσι ο αποκαλούμενος δεξιοτέχνης το σκότους στράφηκε στα θρησκευτικά θέματα ακούγοντας τις προτροπές του εμπόρου για περισσότερα χρήματα.
Το επόμενο διάστημα, ο καρδινάλιος Φραντσέσκο Μαρία ντελ Μόντε, εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του Καραβάτζιο, του πρόσφερε τροφή και στέγη την οποία εκείνος αποδέχτηκε. Ο ντελ Μόντε βρισκόταν στο επίκεντρο των καλλιτεχνικών κύκλων της Ρώμης και ο Καραβάτζο κατόρθωσε να πραγματοποιήσει διασυνδέσεις με ισχυρούς πάτρονες αλλά και διακεκριμένους ποιητές που με τη σειρά τους προέβαλαν το έργο του. Παρέμεινε στην οικία του τουλάχιστον μέχρι τις 19 Νοεμβρίου του 1600, ενώ στην κατοχή του ντελ Μόντε βρέθηκαν αργότερα δέκα πίνακες του Καραβάτζο.
Το ανεπτυγμένο ενδιαφέρον του προστάτη του για τη μουσική και την αλχημεία φαίνεται πως σχετίζονται με τουλάχιστον τρεις παραγγελίες, για τα έργα Οι μουσικοί (ή Συναυλία, 1595-7, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης), Αγόρι με λαούτο (1596-7, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης, δάνειο από τη συλλογή Wildenstein) καθώς και την εικονογράφηση της οροφής του αλχημικού εργαστηρίου του ντελ Μόντε με τις μορφές του Δία, του Ποσειδώνα και του Πλούτωνα.
Υπό την προστασία του ντελ Μόντε, ο Καραβάτζο εξελίχθηκε σημαντικά, προσφέροντας - κυρίως θρησκευτικούς - πίνακες μεγάλης αξίας. Ζωγράφισε θέματα που σπάνια είχαν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν ενώ κάτω από την πίεση των καρδινάλιων, να αποτυπώσει γνωστά βιβλικά θέματα, τα απέδωσε με ένα τρόπο που απείχε από τα καθιερωμένα πρότυπα της εποχής, θυμίζοντας συχνά σκηνές της καθημερινότητας. Ένα παράδειγμα που αποτυπώνει τον αντισυμβατικό χαρακτήρα της τέχνης του Καραβάτζο αποτελεί ο πίνακας Η ανάπαυση κατά τη φυγή στην Αίγυπτο (1596-1597), όπου παριστάνεται η Παναγία με μαλλιά σε έντονο κόκκινο χρώμα και σε αντιδιαστολή με τα ξανθά μαλλιά του Χριστού. Στα τέλη του 16ου αιώνα, ο Καραβάτζο ήταν ένας αναγνωρισμένος για το ταλέντο του ζωγράφος.
Το 1599 ανέλαβε επίσης μία σημαντική παραγγελία για την διακόσμηση του παρεκκλησίου Κονταρέλλι της εκκλησίας του Αγίου Λουδοβίκου των Γάλλων (San Luigi dei Francesi) στην Ρώμη, έργο για το οποίο ήταν υποψήφιοι αρκετοί ακόμη καθιερωμένοι ζωγράφοι. Αν και δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένος ο λόγος που ο Καραβάτζο ανέλαβε τελικά την παραγγελία, θεωρείται πιθανό πως καταλυτικό ρόλο είχε η επιρροή του ντελ Μόντε. Για τις ανάγκες του έργου, παρέδωσε δύο σημαντικούς πίνακες, το Μαρτύριο του Αγίου Ματθαίου και την Κλήση του Αγίου Ματθαίου, τους οποίους φιλοτέχνησε πάνω σε μουσαμάδες μεγάλων διαστάσεων, πρακτική ασυνήθιστη για έργα εκκλησιών.
Η φήμη που απέκτησε μέσα από αυτά τα έργα, είχε ως αποτέλεσμα να αναλάβει μία ακόμη σημαντική παραγγελία για ένα παρεκκλήσι στην εκκλησία Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο. Το συμβόλαιο της συγκεκριμένης συμφωνίας, ανακαλύφθηκε το 1920 και αναφέρεται συνολικά σε δύο έργα που θα παρέδιδε ο Καραβάτιζο. Τα θέματα της παραγγελίας ήταν η Σταύρωση του Αγίου Πέτρου και η Μεταστροφή του Παύλου. Οι πρώτες εκδοχές των έργων απορρίφθηκαν, πιθανόν διότι θεωρήθηκαν προκλητικές, αλλά τελικά ο Καραβάτζιο παρέδωσε με καθυστέρηση τα έργα, σε μία μορφή που έγινε αποδεκτή.
Η περίοδος 1602 - 1606 αποδείχθηκε ιδιαίτερα παραγωγική και δημιουργική για τον Καραβάτζο. Παράλληλα, συνοδεύτηκε και από προβλήματα με τη δικαιοσύνη. Εξαιτίας μιας δημόσιας αρνητικής κριτικής του κατά του ζωγράφου Τζοβάννι Μπαλιόνε, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Τελικά αφέθηκε ελεύθερος κυρίως χάρη στην επέμβαση ορισμένων καρδινάλιων και του μαρκησίου Τζουστινιάνι. Το 1604, ένας συμβολαιογράφος με το όνομα Μαριάνο Πασκαλόνε, εμφανίστηκε αιμόφυρτος στην αστυνομία δηλώνοντας πως ο Καραβάτζο είχε αποπειραθεί να τον σκοτώσει. Ο Καραβάτζο εγκατέλειψε τότε τη Ρώμη και αναζήτησε καταφύγιο στη Γένοβα, στο πλευρό του πρίγκιπα Μάρτσο Κολόννα. Επέστρεψε στη Ρώμη όταν, για άγνωστους λόγους, ο Πασκαλόνε απέσυρε τις κατηγορίες εναντίον του. Παρά την κακή φήμη που είχε αναπτύξει, η προστασία του από τον πρίγκιπα Κολόννα του έδωσε την ευκαιρία να λάβει αρκετές παραγγελίες, μεταξύ αυτών και μία για την εκκλησία του Αγίου Πέτρου. Του ανατέθηκε να ζωγραφίσει μία Παναγία, έργο που θα αποτελούσε μία πολύ σημαντική ευκαιρία για την καταξίωση κάθε ζωγράφου. Παρόλα αυτά, ο Καραβάτζο επέλεξε να ολοκληρώσει το έργο υιοθετώντας μία πλήρως αντισυμβατική προσέγγιση, η οποία χαρακτηρίστηκε ως ιερόσυλη και ασεβής. Στον πίνακα που παρέδωσε, με τον τίτλο Η Παναγία με το φίδι (1605-1606), αποτύπωσε την Παναγία ως μία κοινή θνητή, την Αγία Άννα σαν μια άσχημη γερασμένη γυναίκα και τον Χριστό εντελώς γυμνό παρότι δεν ήταν σε βρεφική ηλικία. Το έργο φυσικά απορρίφθηκε, στερώντας από τον Καραβάτζο την ευκαιρία να λάβει επίσημη αναγνώριση ως ζωγράφος.
Στις 29 Μαΐου του 1606, κατά τη διάρκεια λογομαχίας, o Καραβάτζο σκότωσε με μαχαίρι ένα νεαρό ονόματι Ρανούτσιο Τομασσόνι. Τα αίτια ενδεχομένως να ήταν οικονομικά ή/και ερωτικά ή πολιτικά. Ο ίδιος τραυματίστηκε αλλά κατάφερε να διαφύγει, ενώ οι φίλοι του που ήταν παρόντες στο επεισόδιο φυλακίστηκαν. Για την πράξη του καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο και εξορία, γεγονός που έδινε το δικαίωμα σε κάθε μέλος της αστυνομίας του Βατικανού να τον εκτελέσει επιτόπου.
Ο Καραβάτζο εγκατέλειψε μεταμφιεσμένος τη Ρώμη αφού αναζήτησε μάταια καταφύγιο στους πρώην προστάτες του. Πρώτο σταθμό της περιπλάνησής του αποτέλεσε η Νάπολι, όπου παρέμεινε αρχικά για περίπου οκτώ μήνες. Η φήμη του Καραβάτζο ήταν ήδη πολύ μεγάλη και σε αυτό το διάστημα ολοκλήρωσε αρκετές παραγγελίες έργων με κυριότερα την Παναγία του Ροζαρίου, τις Επτά πράξεις ελεημοσύνης και τη Μαστίγωση του Χριστού, όλα τους αριστουργήματα.
Παρά την μεγάλη του επιτυχία και φήμη, εγκατέλειψε την πόλη και έφυγε για την Μάλτα. Η πιο πιθανή αιτία της μετακίνησής του θεωρείται η πρόθεσή του να γίνει Ιππότης του Τάγματος της Μάλτας, ώστε να μπορεί πιο εύκολα να διεκδικήσει μια απονομή χάριτος από τον Πάπα και να επιστρέψει στο μέλλον στη Ρώμη. Εκεί έζησε για περίπου πέντε μήνες, διάστημα στο οποίο ολοκλήρωσε το έργο Ο Άγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριο του για τον καθεδρικό ναό της Βαλέτας. Άλλοι αξιοσημείωτοι πίνακες της ίδιας περιόδου είναι ο τεραστίων διαστάσεων Αποκεφαλισμός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή (ο μοναδικός πίνακας που φέρει την υπογραφή του Καραβάτζιο), η προσωπογραφία του Μεγάλου Μάγιστρου Alof de Wignacourt, καθώς και ο Ερωτιδέας που κοιμάται, έργο που βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με το ασκητικό πνεύμα των Ιπποτών. Ο Καραβάτζο τελικά εκδιώχθηκε από το τάγμα, χαρακτηριζόμενος ως "διεφθαρμένος και ρυπαρός" (putridum et foetidum) και κατέφυγε στη Σικελία, αρχικά στις Συρακούσες και αργότερα στη Μεσσίνα.
Το 1609 επέστρεψε στη Νάπολι όπου έγινε εναντίον του απόπειρα δολοφονίας, οι λόγοι της οποίας παραμένουν άγνωστοι. Το καλοκαίρι του 1610 αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη και έφτασε με πλεούμενο στο κοντινό στη Ρώμη λιμάνι Πόρτο Έρκολε που βρισκόταν υπό ισπανική κατοχή, ενώ πιθανότατα σταμάτησε να ζωγραφίζει. Εκεί φέρεται να συνελήφθη και να εξαγόρασε την απελευθέρωσή του, τα ίχνη του όμως χάνονται σε αυτό το σημείο.
Στις 28 Ιουλίου, δημοσιεύτηκε η είδηση του θανάτου του διάσημου ζωγράφου, ενώ τρεις ημέρες αργότερα μία νέα δημοσίευση αναφερόταν σε θάνατό του από σοβαρή ασθένεια. Ως επίσημη ημερομηνία θανάτου του θεωρείται η 18η Ιουλίου, ωστόσο παραμένει υπό διερεύνηση τόσο ο ακριβής χρόνος όσο και η αιτία του θανάτου του.
copyright Έλενα Παπάζη
Καραβάτζιο, Μπέργκαμο |
Ο Μικελάντζελο Μερίζι (Καραβάτζο) από το Καραβάτζο του Μπέργκαμο, πέρασε δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια. Το 1584 έγινε μαθητευόμενος στο εργαστήρι του Simone Peterzano, ενός γνωστού μιλανέζου ζωγράφου που υπήρξε μαθητής του Τιτσιάνο.
Ο πατέρας του Καραβάτζο, ο Φέρμο Μερίζι, ΄ταν διακοσμητής-αρχιτέκτονας, και εργαζόταν για τον Δούκα του Μιλάνου.
Ο Καραβάτζο πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μιλανο. Το 1576 ξέσπασε επιδημία πανούκλας και τότε έχασαν τη ζωή τους ο πατέρας και ο θείος του Καραβάτζο. Η μητέρα του μεγάλωσε τα πέντε παιδιά μόνη της σε συνθήκες μεγάλης ανέχειας. Ένας από τους αδερφούς του έγινε ιερέας, αλλα αργότερα ο Καραβάτζο στο απόγειο της φήμης του, τον αποκήρυξε.
Ο Simone Peterzano (1535-1599) ήταν Ιταλός ζωγράφος του μεταγενέστερου μανιερισμού, εγγενής της Βενετίας. |
Simone Peterzano |
Simone Peterzano |
Στο Μιλάνο είχε δημιουργηθεί μια νέα σχολή στη ζωγραφική με κύρια χαρακτηριστικά της την έμπνευση από τη καθημερινή πραγματικότητα και τη χρήση του φωτός με εντελώς πρωτοποριακό τρόπο.
Στη Κρεμόνα όπου ο Καραβάτζο μελέτησε τις νωπογραφίες του Πορντενόνε, η περίφημη Σοφονίσβη Ανγκουισόλα, η οποία ως νεαρή είχε γνωρίσει τον Μικελάντζελο, είχε διανθίσει τις προσωπογραφίες των εστεμμένων που είχε φιλοτεχνήσει με σκηνές από τη καθημερινή ζωή.
Το σχέδιο της με κιμωλία και κάρβουνο που απεικονίζει το μικρό της αδερφό που τον δαγκώνει στο χέρι μια καραβίδα, εντυπώθηκε στη μνήμη του Καραβάτζο (το πίνακα τον είχε ζωγραφίσει μετά από αίτημα του Καραβάτζο να του ζωγραφίσει μια παιδική μορφή αγοριού) και αποτέλεσε το θέμα ενός από τα πρώτα του έργα, όσο βρισκόταν ακόμη στη Ρώμη.
Οι νωπογραφίες στον Άγιο Αθανάσιο των Ελλήνων (Η Ανάληψη, Η Στέψη της Παρθένου) έχουν μελετηθεί προσεχτικά για τυχών ενδείξεις ότι είναι έργα του Καραβάτζο. Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν πως τα άνθη στον Άγιο Αθανάσιο φέρουν τη σφραγίδα του Καραβάτζο.
Μετά από φυλάκιση ενός πλούσιου προστάτη του, ο Καραβάτζιο βρέθηκε ξανά στο δρόμο, παρόλο ότι πια γνώριζε την αφρόκρεμα του καλλιτεχνικού κόσμου της Ρώμης, επέλεξε να επιστρέψει κντά στους άπορους της Ρώμης, περνώντας το καιρό του στη πιάτσα Ναβόνα, κάνοντας κυρίως συντροφιά με άλλους άπορους ζωγράφους.
Πιάτσα Ναβόνα |
Έτσι ο αποκαλούμενος δεξιοτέχνης το σκότους στράφηκε στα θρησκευτικά θέματα ακούγοντας τις προτροπές του εμπόρου για περισσότερα χρήματα.
Το επόμενο διάστημα, ο καρδινάλιος Φραντσέσκο Μαρία ντελ Μόντε, εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του Καραβάτζιο, του πρόσφερε τροφή και στέγη την οποία εκείνος αποδέχτηκε. Ο ντελ Μόντε βρισκόταν στο επίκεντρο των καλλιτεχνικών κύκλων της Ρώμης και ο Καραβάτζο κατόρθωσε να πραγματοποιήσει διασυνδέσεις με ισχυρούς πάτρονες αλλά και διακεκριμένους ποιητές που με τη σειρά τους προέβαλαν το έργο του. Παρέμεινε στην οικία του τουλάχιστον μέχρι τις 19 Νοεμβρίου του 1600, ενώ στην κατοχή του ντελ Μόντε βρέθηκαν αργότερα δέκα πίνακες του Καραβάτζο.
Το ανεπτυγμένο ενδιαφέρον του προστάτη του για τη μουσική και την αλχημεία φαίνεται πως σχετίζονται με τουλάχιστον τρεις παραγγελίες, για τα έργα Οι μουσικοί (ή Συναυλία, 1595-7, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης), Αγόρι με λαούτο (1596-7, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης, δάνειο από τη συλλογή Wildenstein) καθώς και την εικονογράφηση της οροφής του αλχημικού εργαστηρίου του ντελ Μόντε με τις μορφές του Δία, του Ποσειδώνα και του Πλούτωνα.
Υπό την προστασία του ντελ Μόντε, ο Καραβάτζο εξελίχθηκε σημαντικά, προσφέροντας - κυρίως θρησκευτικούς - πίνακες μεγάλης αξίας. Ζωγράφισε θέματα που σπάνια είχαν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν ενώ κάτω από την πίεση των καρδινάλιων, να αποτυπώσει γνωστά βιβλικά θέματα, τα απέδωσε με ένα τρόπο που απείχε από τα καθιερωμένα πρότυπα της εποχής, θυμίζοντας συχνά σκηνές της καθημερινότητας. Ένα παράδειγμα που αποτυπώνει τον αντισυμβατικό χαρακτήρα της τέχνης του Καραβάτζο αποτελεί ο πίνακας Η ανάπαυση κατά τη φυγή στην Αίγυπτο (1596-1597), όπου παριστάνεται η Παναγία με μαλλιά σε έντονο κόκκινο χρώμα και σε αντιδιαστολή με τα ξανθά μαλλιά του Χριστού. Στα τέλη του 16ου αιώνα, ο Καραβάτζο ήταν ένας αναγνωρισμένος για το ταλέντο του ζωγράφος.
Το 1599 ανέλαβε επίσης μία σημαντική παραγγελία για την διακόσμηση του παρεκκλησίου Κονταρέλλι της εκκλησίας του Αγίου Λουδοβίκου των Γάλλων (San Luigi dei Francesi) στην Ρώμη, έργο για το οποίο ήταν υποψήφιοι αρκετοί ακόμη καθιερωμένοι ζωγράφοι. Αν και δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένος ο λόγος που ο Καραβάτζο ανέλαβε τελικά την παραγγελία, θεωρείται πιθανό πως καταλυτικό ρόλο είχε η επιρροή του ντελ Μόντε. Για τις ανάγκες του έργου, παρέδωσε δύο σημαντικούς πίνακες, το Μαρτύριο του Αγίου Ματθαίου και την Κλήση του Αγίου Ματθαίου, τους οποίους φιλοτέχνησε πάνω σε μουσαμάδες μεγάλων διαστάσεων, πρακτική ασυνήθιστη για έργα εκκλησιών.
Η φήμη που απέκτησε μέσα από αυτά τα έργα, είχε ως αποτέλεσμα να αναλάβει μία ακόμη σημαντική παραγγελία για ένα παρεκκλήσι στην εκκλησία Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο. Το συμβόλαιο της συγκεκριμένης συμφωνίας, ανακαλύφθηκε το 1920 και αναφέρεται συνολικά σε δύο έργα που θα παρέδιδε ο Καραβάτιζο. Τα θέματα της παραγγελίας ήταν η Σταύρωση του Αγίου Πέτρου και η Μεταστροφή του Παύλου. Οι πρώτες εκδοχές των έργων απορρίφθηκαν, πιθανόν διότι θεωρήθηκαν προκλητικές, αλλά τελικά ο Καραβάτζιο παρέδωσε με καθυστέρηση τα έργα, σε μία μορφή που έγινε αποδεκτή.
Η περίοδος 1602 - 1606 αποδείχθηκε ιδιαίτερα παραγωγική και δημιουργική για τον Καραβάτζο. Παράλληλα, συνοδεύτηκε και από προβλήματα με τη δικαιοσύνη. Εξαιτίας μιας δημόσιας αρνητικής κριτικής του κατά του ζωγράφου Τζοβάννι Μπαλιόνε, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Τελικά αφέθηκε ελεύθερος κυρίως χάρη στην επέμβαση ορισμένων καρδινάλιων και του μαρκησίου Τζουστινιάνι. Το 1604, ένας συμβολαιογράφος με το όνομα Μαριάνο Πασκαλόνε, εμφανίστηκε αιμόφυρτος στην αστυνομία δηλώνοντας πως ο Καραβάτζο είχε αποπειραθεί να τον σκοτώσει. Ο Καραβάτζο εγκατέλειψε τότε τη Ρώμη και αναζήτησε καταφύγιο στη Γένοβα, στο πλευρό του πρίγκιπα Μάρτσο Κολόννα. Επέστρεψε στη Ρώμη όταν, για άγνωστους λόγους, ο Πασκαλόνε απέσυρε τις κατηγορίες εναντίον του. Παρά την κακή φήμη που είχε αναπτύξει, η προστασία του από τον πρίγκιπα Κολόννα του έδωσε την ευκαιρία να λάβει αρκετές παραγγελίες, μεταξύ αυτών και μία για την εκκλησία του Αγίου Πέτρου. Του ανατέθηκε να ζωγραφίσει μία Παναγία, έργο που θα αποτελούσε μία πολύ σημαντική ευκαιρία για την καταξίωση κάθε ζωγράφου. Παρόλα αυτά, ο Καραβάτζο επέλεξε να ολοκληρώσει το έργο υιοθετώντας μία πλήρως αντισυμβατική προσέγγιση, η οποία χαρακτηρίστηκε ως ιερόσυλη και ασεβής. Στον πίνακα που παρέδωσε, με τον τίτλο Η Παναγία με το φίδι (1605-1606), αποτύπωσε την Παναγία ως μία κοινή θνητή, την Αγία Άννα σαν μια άσχημη γερασμένη γυναίκα και τον Χριστό εντελώς γυμνό παρότι δεν ήταν σε βρεφική ηλικία. Το έργο φυσικά απορρίφθηκε, στερώντας από τον Καραβάτζο την ευκαιρία να λάβει επίσημη αναγνώριση ως ζωγράφος.
Στις 29 Μαΐου του 1606, κατά τη διάρκεια λογομαχίας, o Καραβάτζο σκότωσε με μαχαίρι ένα νεαρό ονόματι Ρανούτσιο Τομασσόνι. Τα αίτια ενδεχομένως να ήταν οικονομικά ή/και ερωτικά ή πολιτικά. Ο ίδιος τραυματίστηκε αλλά κατάφερε να διαφύγει, ενώ οι φίλοι του που ήταν παρόντες στο επεισόδιο φυλακίστηκαν. Για την πράξη του καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο και εξορία, γεγονός που έδινε το δικαίωμα σε κάθε μέλος της αστυνομίας του Βατικανού να τον εκτελέσει επιτόπου.
Ο Καραβάτζο εγκατέλειψε μεταμφιεσμένος τη Ρώμη αφού αναζήτησε μάταια καταφύγιο στους πρώην προστάτες του. Πρώτο σταθμό της περιπλάνησής του αποτέλεσε η Νάπολι, όπου παρέμεινε αρχικά για περίπου οκτώ μήνες. Η φήμη του Καραβάτζο ήταν ήδη πολύ μεγάλη και σε αυτό το διάστημα ολοκλήρωσε αρκετές παραγγελίες έργων με κυριότερα την Παναγία του Ροζαρίου, τις Επτά πράξεις ελεημοσύνης και τη Μαστίγωση του Χριστού, όλα τους αριστουργήματα.
Παρά την μεγάλη του επιτυχία και φήμη, εγκατέλειψε την πόλη και έφυγε για την Μάλτα. Η πιο πιθανή αιτία της μετακίνησής του θεωρείται η πρόθεσή του να γίνει Ιππότης του Τάγματος της Μάλτας, ώστε να μπορεί πιο εύκολα να διεκδικήσει μια απονομή χάριτος από τον Πάπα και να επιστρέψει στο μέλλον στη Ρώμη. Εκεί έζησε για περίπου πέντε μήνες, διάστημα στο οποίο ολοκλήρωσε το έργο Ο Άγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριο του για τον καθεδρικό ναό της Βαλέτας. Άλλοι αξιοσημείωτοι πίνακες της ίδιας περιόδου είναι ο τεραστίων διαστάσεων Αποκεφαλισμός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή (ο μοναδικός πίνακας που φέρει την υπογραφή του Καραβάτζιο), η προσωπογραφία του Μεγάλου Μάγιστρου Alof de Wignacourt, καθώς και ο Ερωτιδέας που κοιμάται, έργο που βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με το ασκητικό πνεύμα των Ιπποτών. Ο Καραβάτζο τελικά εκδιώχθηκε από το τάγμα, χαρακτηριζόμενος ως "διεφθαρμένος και ρυπαρός" (putridum et foetidum) και κατέφυγε στη Σικελία, αρχικά στις Συρακούσες και αργότερα στη Μεσσίνα.
Το 1609 επέστρεψε στη Νάπολι όπου έγινε εναντίον του απόπειρα δολοφονίας, οι λόγοι της οποίας παραμένουν άγνωστοι. Το καλοκαίρι του 1610 αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη και έφτασε με πλεούμενο στο κοντινό στη Ρώμη λιμάνι Πόρτο Έρκολε που βρισκόταν υπό ισπανική κατοχή, ενώ πιθανότατα σταμάτησε να ζωγραφίζει. Εκεί φέρεται να συνελήφθη και να εξαγόρασε την απελευθέρωσή του, τα ίχνη του όμως χάνονται σε αυτό το σημείο.
Στις 28 Ιουλίου, δημοσιεύτηκε η είδηση του θανάτου του διάσημου ζωγράφου, ενώ τρεις ημέρες αργότερα μία νέα δημοσίευση αναφερόταν σε θάνατό του από σοβαρή ασθένεια. Ως επίσημη ημερομηνία θανάτου του θεωρείται η 18η Ιουλίου, ωστόσο παραμένει υπό διερεύνηση τόσο ο ακριβής χρόνος όσο και η αιτία του θανάτου του.
copyright Έλενα Παπάζη