Σάββατο 5 Απριλίου 2025

ΖΗΤΩ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ, Saverio Altamura


  Ένας σπουδαίος πίνακας ζωγραφικής του Saverio Altamura από το 1890, δημοπρατείται στις 15/04 στη Γένοβα με τιμή εκκίνησης 7.000 ευρώ. Το θέμα της ελαιογραφίας, διαστάσεων 240cm-148cm, είναι ελληνικής προέλευσης. Απεικονίζι τον Διογένη με το φανάρι στην Αρχαία Αθήνα και κάτω στη κορνίζα υπάρχει επιγραφή <<ΖΗΤΩ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ>>.

 Ο εν λόγω πίνακας πρέπει να είναι το έργο που παρουσιάστηκε στην Εθνική Έκθεση του 1861. Σύγχρονη τέχνη στο Παλέρμο το 1892 (ν. 656, σ.24). Στον μεγάλο καμβά ο Αλταμούρα απεικονίζει τον Διογένη της Σινώπης, που έζησε τον 4ο αιώνα π.Χ., έναν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς φιλοσόφους της κυνικής σχολής. Γνωστός για τον ασκητικό τρόπο ζωής και τις προκλητικές του ιδέες, ο Διογένης ενσάρκωσε το ιδανικό της ζωής σε αρμονία με τη φύση, απορρίπτοντας τις κοινωνικές συμβάσεις και τα υλικά αγαθά. Η σκηνή που απεικονίζεται στον πίνακα είναι από τις πιο γνωστές: ο Διογένης, με ένα αναμμένο φανάρι, περιπλανιέται στους δρόμους της Αθήνας. Όταν τον ρώτησαν τι έκανε, απάντησε: «Ψάχνω τον Άνθρωπο». Με τη δήλωσή του αυτή, ο φιλόσοφος κατήγγειλε την υποκρισία και τη διαφθορά της κοινωνίας, υποστηρίζοντας ότι ήταν δύσκολο να βρεθεί ένας αυθεντικός, ενάρετος και έντιμος άνθρωπος. Ζωγράφος με μεγάλη εκφραστική δύναμη και ισχυρός χρωμάτικά, ο Francesco Saverio Altamura ήταν ο ηγέτης της ρεαλιστικής ζωγραφικής στη Νάπολη, μαζί με τον Domenico Morelli. Θεωρείται ο πιο επιφανής ζωγράφος της Φότζια όλων των εποχών, συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγάλων καλλιτεχνών της Απουλίας του δέκατου ένατου αιώνα, μαζί με τους Τζουζέπε Ντε Νίτις και Τζιοακίνο Τόμα. Ήταν επίσης ένας από τους πρωταγωνιστές της πολιτιστικής ανάπτυξης της Ιταλίας του δέκατου ένατου αιώνα. Αρχικά σπούδασε με τους Πιαριστές Πατέρες αλλά σύντομα μετακόμισε με την οικογένειά του στην Καμπανία. Αν και φαινόταν προορισμένος για ιατρική καριέρα, ακολούθησε την καλλιτεχνική του κλίση και γράφτηκε στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών της Νάπολης. Εκείνα τα χρόνια πολλοί νέοι από τη Φότζια πήγαιναν στη Νάπολη για σπουδές, ιδιαίτερα στον καλλιτεχνικό χώρο. Εδώ ο Altamura συνάντησε τον Domenico Morelli, ο οποίος τον ενθάρρυνε να ζωγραφίσει και άρχισε επίσης να κάνει παρέα με τον Michele De Napoli. Γύρω στο 1850 ήρθε σε επαφή με τον καλλιτεχνικό κύκλο του Caffè Michelangelo στη Φλωρεντία, όπου γνώρισε την Ελληνίδα ζωγράφο Έλενα Μπουκουρή, η οποία αργότερα θα γινόταν σύζυγός του. Το 1855, μαζί με τους Morelli και Serafino De Tivoli, πήγε στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι. Επιστρέφοντας στη Φλωρεντία, έφερε μαζί του τις νέες ζωγραφικές τάσεις που συνέβαλαν στη γέννηση του κινήματος των Macchiaioli, ενώ συνέχισε να αφοσιώνεται σε ιστορικά θέματα.


 Γράφτηκε αρχικά στη σχολή των ιερέων της Σκολόπης . Όμως τα ενδιαφέροντά του τον οδήγησαν να παρακολουθήσει την Accademia di Belle Arti. Πήρε μέρος στις διαδηλώσεις κατά την εξέγερση του 1848. Πολέμησε στα οδοφράγματα της Santa Brigida. Συνελήφθη για σύντομο χρονικό διάστημα και καταδικάστηκε σε θάνατο, και στη συνέχεια κατέφυγε στην εξορία στη Λ' Άκουιλα και στη συνέχεια το 1850 στη Φλωρεντία. Εκεί μπήκε στον κύκλο των καλλιτεχνών που σύχναζαν στο Caffè Michelangiolo και των ζωγράφων της Τοσκανικής σχολής των Macchiaioli . Ωστόσο, οι πίνακες του Francesco, σε αντίθεση με εκείνους των Macchiaioli , επικεντρώθηκαν σε ιστορικά και πολιτικά γεγονότα.


Το 1855, με τους Morelli και Serafino De Tivoli , ταξίδεψε στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι. Το 1860, επέστρεψε στη Νάπολη, πολεμώντας αυτή τη φορά δίπλα στις δυνάμεις του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι . Στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε στην πολιτική αλλά και στην τέχνη. Το 1861, υπέβαλε τον πίνακα της κηδείας του Μπουοντελμόντε στην «Prima esposizione nazionale» που πραγματοποιήθηκε στη Φλωρεντία. 

Το 1865, τοιχογραφεί το παρεκκλήσι του Palazzo Reale της Νάπολης . Το 1892, ζωγράφισε πέντε βωμούς και τέσσερις καμβάδες για την ανακαινισμένη ενοριακή εκκλησία του Castrignano de' Greci στην επαρχία του Λέτσε .

Με την πρώτη του σύζυγο, Έλενα Μπούκουρα απέκτησε τρία παιδιά, μια κόρη, τη Σοφία, και δύο γιους που έγιναν ζωγράφοι ο Ιωάννης και ο Αλεσάντρο. Στη συνέχεια όμως είχε δύο ακόμη συντρόφους, την Ελληνίδα ζωγράφο Ελένη Σιόντη και τέλος τη ζωγράφο Jane Benham Hay , με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον ζωγράφο Bernardo Hay . Μεταξύ των μαθητών της Αλταμούρα ήταν ο Βιντσέντζο Ακουαβίβα .


Ο Φραντσέσκο πέθανε στη Νάπολη. Το 1901, στη Φότζια ανεγέρθηκε μνημείο προς τιμήν του.



Πηγές

WANNENES

Βιβλιογραφία αναφοράς:

M Chiarini, Altamura, Francesco Saverio, στο Biographical Dictionary of Italians, Vol. 2, Ρώμη 1960, ad vocim

WIKIPEDIA

Ο πλούσιος σε φαντασία και όνειρα Χανς Αντερσεν

 Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1805 στο Όντενσε, στο νησί Φιονία της Δανίας. Ο πατέρας του ξέπεσε και δούλευε τσαγκάρης, για να ζήσει την οικογένειά του. Αλλά, μην μπορώντας να αντέξει στη φτώχεια, πέθανε πολύ νέος, αφήνοντας το γιο του το Χανς ορφανό, με τη μητέρα του για μόνο στήριγμα.


Ο παραμυθάς που δεν ήξερε γραμματική και ορθογραφία, πάμφτωχος, ονειροπόλος απέκρυπτε τη φτώχεια του σε ολόκληρη τη ζωή του.

 Ο Χανς ήταν ένα περίεργο παιδί με εξαιρετική φαντασία. Πολλές φορές τον έβλεπαν να περπατά στο δρόμο σαν ονειροπαρμένος και το μυαλό του δεν το είχε πουθενά αλλού, παρά μόνο στα ποιήματα και στο διάβασμα. Προσπάθησε άδικα να μάθει την τέχνη του πατέρα του. Όταν τέλειωσε το σχολείο των άπορων παιδιών, μπήκε σε ένα ραφτάδικο, για να μάθει την τέχνη, αλλά ούτε και εκεί τα κατάφερε. Το ενδιαφέρον του κέρδισε το θέατρο, όπου αποστήθιζε ολόκληρες σκηνές από τα έργα που έβλεπε. Όταν ήταν με τους φίλους του, του άρεσε να απαγγέλλει και να τραγουδά. Ήταν δεκατεσσάρων χρονών, όταν, κυνηγώντας μια καλύτερη τύχη, έφθασε στην Κοπεγχάγη, με μόνη του περιουσία 30 φράγκα με σκοπό να γίνει ηθοποιός. Έδωσε εξετάσεις στη Βασιλική Σχολή θεάτρου, αλλά ήταν τόσο άσχημος και αδύνατος, που δεν τον δέχτηκαν.

 Επειδή είχε ωραία φωνή, άρχισε να σπουδάζει μουσική, αλλά αρρώστησε ξαφνικά και έχασε τη φωνή του. Έτσι, το μόνο ταλέντο που του έμεινε ήταν το ταλέντο της ποίησης. Οι στίχοι του άρεσαν και βρήκε έναν προστάτη, τον Κέλλαν, που τον έστειλε στο πανεπιστήμιο, όπου κέρδισε μια βασιλική επιχορήγηση. Το 1827 δημοσίευσε ποιήματά του και έπειτα εξέδωσε μια σειρά έργων που του εξασφάλισαν την παγκόσμια δόξα.

 Τα παραμύθια του είναι από τα πιο όμορφα πολυμεταφρασμένα έργα σε όλη την ιστορία της λογοτεχνίας. Μολονότι βασίζονται σε λαϊκούς θρύλους, τα περισσότερα χαρακτηρίζονται από έναν ηθικό ρεαλισμό, παρά από την ανάγκη εκπλήρωσης μιας επιθυμίας. Οι κακοί δεν είναι δράκοι ή μάγισσες των λαϊκών μυθιστορημάτων, αλλά εκπρόσωποι ανθρώπινων αδυναμιών.

 Αφού εξέδωσε αρκετά βιβλία, άρχισε τα ταξίδια του. Γύρισε τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Τουρκία και ταξίδεψε στην Ανατολή. Απόκτησε μεγάλη δόξα και η μεγαλύτερη ευτυχία του ήταν η υποδοχή που του έκανε η ιδιαίτερη πατρίδα του, το Όντενσε, που τον κάλεσε στα 1867. Πέθανε στις 4 Αυγούστου 1875 στην Κοπεγχάγη.

Η γλυπτοθήκη του Λουδοβίκου της Βαυαρίας

 


Ο Λουδοβίκος Κάρολος Αύγουστος γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1786 στο Στρασβούργο. Ήταν το πρώτο παιδί και ο πρώτος γιος του Μαξιμιλιανού Α΄ Ιωσήφ, Εκλέκτορα (μετά Βασιλιά) της Βαυαρίας, του Οίκου του Παλατινάτου-Μπίρκενφελντ-Ζβαϊμπρύκεν, κλάδου του Οίκου των Βίττελσμπαχ, και της Αυγούστας Βιλελμίνης, κόρης του Γεωργίου Γουλιέλμου της Έσσης-Ντάρμστατ. Είχε τέσσερα ακόμη αδέλφια από τα οποία τα τρία επιβίωσαν της παιδικής ηλικίας. Η μητέρα του πέθανε όταν ήταν εννιά ετών και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε οκτώ παιδιά, εκ των οποίων επιβίωσαν τα πέντε.


 Τον Οκτώβριο του 1810 νυμφεύτηκε τη Θηρεσία, κόρη του Φρειδερίκου της Σαξονίας-Χιλντμπουργκχαουζεν. Ο γάμος του αποτέλεσε το πρώτο Οκτόμπερφεστ. Ο Λουδοβίκος απέρριψε έντονα τη συμμαχία του πατέρα του με τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη.



 Ήταν φιλέλληνας, φανατικός ελληνιστής, συλλέκτης και φίλος των τεχνών. Επί βασιλείας του το Μόναχο αναδείχτηκε καλλιτεχνικά. Άρχισε τις ανοικοδομητικές εργασίες πριν ακόμα βασιλεύσει, όταν ήταν πρίγκηπας, και συνέχισε ακόμα και μετά την καθαίρεσή του. Διέταξε την ανέγερση πολλών νεοκλασικών και νεο-ουμανιστικών κτηρίων, με πρότυπο την αρχιτεκτονική της αρχαίας Ελλάδας. Πολλά από τα έργα του διατηρούνται μέχρι σήμερα και βρίσκονται στο Μόναχο. Διαρρύθμισε την Λούντβιχστρασσε (Ludwigstraße, 'Οδός Λουδοβίκου') με το Πανεπιστήμιο του Μονάχου που το μετέφερε από την πόλη Λούντβιγκσμπουργκ, την Φέλντχερνχαλλε (Feldherrnhalle, 'Αίθουσα των Στραταρχών'), το Ζίγκεστορ (Siegestor, 'Πύλη της Νίκης'), η Εθνική Βιβλιοθήκη του Μονάχου, η Πλατεία του Βασιλέα (Königsplatz), η Γλυπτοθήκη, τα Προπύλαια, η Κρατική Αρχαιολογική Συλλογή Μονάχου, η Νέα και η Παλαιά Πινακοθήκη, η Ρούμεσχαλλε (Ruhmeshalle, 'Αίθουσα της Δόξας'), και το Άγαλμα της Βαυαρίας. Σε δύο βουνοπλαγιές έκτισε το Μνημείο της Βαλχάλλα και την Αίθουσα της Απελευθέρωσης.

 Η γλυπτοθήκη ήταν το όνομα που δόθηκε σε ένα υπέροχο κτίριο το οπόιο παραγγέλθηκε από τον Λουδοβίκο και χτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Klentze τα έτη 1816-30 για να φιλοξενήσει εξαιρετικά παλαιότερα και νεότερα γλυπτά. 

Προσωπογραφία του Λέο φαν Κλέντσε από τον Φραντς Χαφστένγκλ, 1856


 Το κύριο μέτωπο του κτιρίου βλέπει στα νοτιοδυτικά. Στο κέντρο υπάρχει ένας προθάλαμος που στηρίζεται σε 12 ιωνικούς κίονες και στις δύο κάτω πτέρυγες που τον εφάπτουν υπάρχουν έξι κόγχες εξωτερικά που περιέχουν τα κολοσιαία αγάλματα των εκπροσώπων των καλών τεχνών, Ηφαίστου, Προμηθέα, Δαίδαλου, Φειδία, Περικλή και Αδριανού. Ολόκληρο το κτίριο είναι χτισμένο σε ένα τετράγωνο έτσι ώστε να περικλείει μια αυλή στη μέση και περιέχει δώδεκα υπέροχα δωμάτια στα οποία εκτίθενται αριστουργήματα γλυπτικής, διατεταγμένα με ιστορική σειρά. Οπως κάθε μια από τις διαφορετικές εποχές εκφράζει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στα έργα τέχνης της, έτσι και οι αίθουσες που τα περιέχουν είναι κατασκευασμένες σύμφωνα με αυτόν τον χαρακτήρα. Ορισμένα δωμάτια είναι διακοσμημένα με υπέροχες τοιχογραφίες του διακεκριμένου ζωγράφου Κορνήλιου. Μνημεία από την αρχή της εικαστικής τέχνης, αλλά και από την εποχή της μεγαλύτερης άνθησης υπό τους Έλληνες, και από τη περίοδο της παρακμής επί Ρωμαίων.


 
Οι τοίχοι είναι επενδυμένοι με γυψομάρμαρο, τα δάπεδα είναι καλλυμένα με μαρμάρινες πλάκες και οι θολωτές οροφές είναι διακοσμημένες με πλούσια ανάγλυφα. Τα παράθυρα είναι ημικυκλικά και ψηλά, ώστε οι θησαυροί της τέχνης να φωτίζονται από ψηλά.

 Ο Λουδοβίκος υποστήριξε την ελληνική επανάσταση του 1821 και αναδείχθηκε σπουδαίος φιλέλληνας (ο Διονύσιος Κόκκινος στο πεντάτομο έργο του "Η Ελληνική Επανάστασις", έκδοση "Μέλισσα", Αθήνα, 1974, στον 5ο τόμο, σελ. 549, αναφέρει ότι, μόλις ο Λουδοβίκος πληροφορήθηκε τη θριαμβευτική νίκη του Γεώργιου Καραϊσκάκη στη μάχη της Αράχωβας, αναφώνησε ευτυχής: "Ανεστήθη η Ελλάς μου"), ενώ ο δευτερότοκος γιος του, Όθων, επιλέχτηκε ως βασιλιάς της Ελλάδας το 1832. Μετά από την επανάσταση του Ιουλίου στη Γαλλία το 1830, η προηγούμενη φιλελεύθερη πολιτική του έγινε όλο και περισσότερο κατασταλτική. Στο δημοκρατικό φεστιβάλ στο Χάμπακερ το 1832 εκδηλώθηκε η δυσαρέσκεια του πληθυσμού, που υπέφερε από τους υψηλούς φόρους και τη λογοκρισία. Η σχέση του με την χορεύτρια και ηθοποιό Λόλα Μοντέζ προκάλεσε επίσης σκάνδαλο.

 Παραιτήθηκε στις 20 Μαρτίου 1848 υπέρ του γιου του, Μαξιμιλιανού. Ακόμη και μετά την παραίτησή του, ο Λουδοβίκος παρέμεινε σημαντικός χορηγός των τεχνών. Ωστόσο, στη διαδικασία ανοικοδόμησης των Νέων Ανακτόρων, επίσημη κατοικία του εν Ελλάδι εστεμμένου γιου του, η παρέμβασή του αποδείχτηκε ζημιογόνος για τα ελληνικά δημοσιονομικά δεδομένα, ενώ για την αποπεράτωσή τους καταχράσθηκε και απέστειλε στην Ελλάδα χρήματα του βαυαρικού ταμείου, τα οποία προορίζονταν για τεχνικά έργα υψίστης σημασίας.

 Πέθανε στη Νίκαια σε ηλικία 81 ετών το 1868, 20 χρόνια μετά την παραίτησή του. Τάφηκε στο Αββαείο του Αγίου Βονιφατίου στο Μόναχο που ο ίδιος είχε ιδρύσει το 1835.



Πηγές


Brockhaus Picture conversations, 1838, σελ235-236

Εθνικό ιστορικό μουσείο

wikipedia