Τρίτη 27 Ιουνίου 2023

Ο Ζυγονός, ένα χαμένο χωριό της Κέρκυρας στα βάθυ των αιώνων



 Το χωριό Ζυγονός αναφέρεται σε αρχειακό υλικό το 1473, έτος κατά το οποίο αναφέρεται ερειπωμένος κτητορικός ναός του Αγίου Θεόδωρου. Οφείλει ενδεχομένως την ονομασία στο οικογενειακό επώνυμο Ζυγονιάτης το οποίο εντοπίζεται για πρώτη φορά σε πηγές το 1505. Δεν αποκλείεται ωστόσο, το εν λόγω επώνυμο, ως μεταγενέστερο της ίδρυσης του χωριού, να υποδυλώνει την προέλευση της οικογένειας από το χωριό.

  Πιθανότερο είναι η ονομασία του χωριού να προέρχεται από το δέντρο ''ζυγιά'' ένα είδος ψευδοπλάτανου που ονομάζεται σφένδαμος από τους βοτανολόγους. Τα έτη 1541 και 1545 ανευρίσκεται στις πηγές και το τοπωνύμιο Καλύβια Ζυγονού. Τοπωνύμιο του 17ου αιώνα (''εις τα χαλάσματα") μαρτυρεί περιπετειώδη και καταστροφικά επεισόδια. 

 Το 1766 το χωριό ειχε 35 κατοίκους και στα τέλη του 18ου αιώνα έπαψε να υπάρχει. Απομεινάρια του σώζωνται κοντά στο χωριό του Αγίου Ματθαίου. Επιζεί πλέον το τοπωνύμιο ''Ζυγωνά'' σε λιβάδι, το οποίο ξεκινά πριν από το χωριό και φτάνει σχεδόν στο χωριό στρογγυλή.

 Στη τοπική προφορική παράδοση υποστηρίζεται ότι οι κάτοικοι αιώνες πριν, έκαψαν το λείψανο παπά του χωριού, φοβούμενοι ότι είχε βρυκολακιάσει και έσπερνε το θανατικό στα παιδιά. Επίσης, ότι αργότερα πέρασε ένας καλόγερος και τους καταράστηκε. Αιτία της ερήμωσης του χωριού ενδέχεται να ήταν η εκδήλωση μεταδοτικής ασθένειας.


 Ο Ιάκωβος Πολυλάς μνημόνευσε το χωριό Ζυγονός στα ηθογραφηκά του διηγήματα, πολλά από αυτά όχι μόνον ηθογραφικά αλλά και βιογραφικά της οικογένειας του στα βάθυ των ετών.

 Ως ηθογραφία ορίζεται η πιστή απεικόνιση της ζωής, των ηθών και των εθίμων μιας συγκεκριμένης ομάδας. Κάποιοι μελετητές περιορίζουν τον όρο μόνο για την απεικόνιση της ζωής του αγροτικού πληθυσμού και τα έργα που απεικονίζουν με αντίστοιχο τρόπο τη ζωή στα αστικά κέντρα τα χαρακτηρίζουν «αστικά».


Απόσμασμα 

 Είχε πεθάνει ο εφημέριος της εκκλησίας της Θεοτόκου, Άγιος άνθρωπος. Την αντίμερα του ενταφιασμού του ένας διαβάτης αργά το βράδυ τον είδε μέσα στο κηπάρι, στο προαύλιο της εκκλησίας, ανάμεσα στα χαμόδεντρα και με ένα ραντιστήρι πότιζε τα άνθη του, όπως συνήθηζε πάντοτε μετά τη δύση του ηλίου το καλοκαίρι. Και άλλος διαβάτης μια βαθιά νύχτα άκουσε την αγγελική φωνή του καθώς διάβαζε τον όρθρον. Και τότε οι κάτοικοι του χωριού διχάστηκαν σε δύο γνώμες , οι καλοί του χωριού πίστευαν ότι ο μακαρίτης άγιασε και εμφανίζεται στα αγαπημένα το μέρη χωρίς να πειράξει κανέναν. Και ένα μέρος του χωριού πίστευε ότι ο παππάς έγινε βρυκόλακας και έπρεπε να καεί. Έτσι την επόμενη μέρα που κόντευε να φέξει έιχαν αρματωθεί οι κάτοικοι που ήθελαν να κάψουν τον παππά με τσαπιά και με ξύλα που είχαν περιμάσει την προηγούμενη και οι άλλοι κάτοικοι αρματωμένοι σε μιαν αυλή έτοιμοι  να εμποδίσουν το κακό. Προς το γλυκοχάραμα  ένας από τους χωριανούς που τον είχε πάρει ο ύπνος έιδε μπροστά του εκείνον τον ιερέα λευκοφόρο σαν άγγελο.

-Παιδί μου - του είπε -Τι θα πάτε να κάμετε, θέλετε φονικά ? Αφήστε τους, δεν ηξεύρουν τι κάμνουν, ησύχασε εδώ και εγώ θα φροντίζω να κρατήσω τους ανθρώπους σου. Με αυτό ξύπνησε και παρατήρησε ότι βαρύς ύπνος είχε κυριεύσει τους ανθρώπους που βρισκόταν μέσα στον αυλόγυρο του. Οι υπόλοιποι κάτοικοι πήγαν έτσι χωρίς να τους εναντιωθεί κανείς, ξέθαψαν το λείψανο του ιερέα και το έκαψαν. Και από τα καμένα κόκκαλα ανέβαινε μοσχοβολυσμένο θυμίαμα σε όλο τον αέρα, και την ίδια νύχτα ξαναφάνηκε στον ύπνο του κατοίκου ο ιερέας και του είπε- Νικόλαε πάρε ότι δύνασαι από τα υπάρχοντα σου και σήκω από εδώ πέρασε να κατοικήσεις εις το αντίκρυ χωριό και παρακίνησε κάθε καλό χριστιανό να κάμει αυτό. Και μέρα με τη μέρα εκείνοι οι καλοί κάτοικοι με τα υπάρχοντα τους και τα ζώα τους μετακινήθηκαν στο αντικρυνό χωριό. Ενώ στο καταραμένο χωριό άρχισαν η αδελφομαχίες μεταξύ των κατοίκων όπου είχαν απομείνει, κατόπιν βρωμερή λώβα εθέριζε το κόσμο και από φόνο και θανατικό πέθαναν πολλοί άνθρωποι.


📜  ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ: η αναπαράσταση με αληθοφανή τρόπο των ηθών, των εθίμων, της συμπεριφοράς, της ιδεολογίας και εν γένει του συλλογικού τρόπου ζωής μιας ορισμένης (αστικής ή αγροτικής) κοινωνίας. Η ηθογραφική μυθοπλασία έλκεται από το σύνολο του κοινωνικού σώματος, αναζητά μέσους όρους και ζωγραφίζει αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες. Καθώς διακριτικό γνώρισμα της ηθογραφίας είναι και ο «συγχρονικός» (παροντικός) χαρακτήρας της αφήγησης, ο αφηγηματικός λόγος βασίζεται κατά κανόνα στην άμεση εποπτεία και στην προσωπική μαρτυρία ή ανακαλεί στο παρόν προηγούμενες εμπειρίες. Στη νεοελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα εκδηλώνονται από το 1840 περίπου και εξής ποικίλες ηθογραφικές εκδοχές


πηγές 


Κέρκυρα απ όπου χαράζει, Γεράσιμος Δημουλάς

Τα τρία φλωριά 1892, Ιάκωβος Πολυλάς


Copyrights  Έλενα Παπάζη

Φωτογραφία αρχείου

Οι φωτογραφίες υπόκεινται σε πνευματικά δικαιώματα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου