Ρίζες δέντρων (1890), το ημιτελές τελευταίο έργο του Βαν Γκογκ. Φωτ. Le Monde. Van Gogh archive 002. |
Τι συνέβη στις 27 Ιουλίου 1890 ώστε να καταλήξει ο ζωγράφος με μια σφαίρα κοντά στην καρδιά; Με τη βοήθεια μιας παλιάς καρτ-ποστάλ, ένας ερευνητής καθόρισε το ακριβές σημείο όπου πέρασε ο Βαν Γκογκ εκείνη τη μέρα του: κοντά σε ένα δέντρο του οποίου οι ρίζες αποτελούν το τελευταίο, ανολοκλήρωτο έργο του.
Ο Wouter van der Veen, ερευνητής και συγγραφέας σειράς βιβλίων για τον ζωγράφο, ήταν όπως όλος ο κόσμος κλεισμένος στο σπίτι του στο Στρασβούργο. Εκεί ασχολήθηκε με την ταξινόμηση παλιών καρτ-ποστάλ που είχε ήδη ψηφιοποιήσει, φωτογραφίες από την Auvers-sur-Oise που χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1910, μια περίοδο κατά την οποία το χωριό έμοιαζε ακόμα με εκείνο στο οποίο ο Βαν Γκογκ είχε ζήσει τους τελευταίους του μήνες και ζωγραφίσει τους τελευταίους πίνακές του, είκοσι χρόνια νωρίτερα.
Ξαφνικά, μία από αυτές τράβηξε την προσοχή του, η αριθμός 37, μια ασπρόμαυρη λήψη με έναν άνδρα με γυρισμένη την πλάτη, που στέκεται δίπλα στο ποδήλατό του σε έναν δεντρόφυτο δρόμο, rue Daubigny, όπως σημειώνει η κάρτα. Ο Wouter van der Veen την εξέτασε για πολλή ώρα, έκανε ζουμ στα γέρικα δέντρα αριστερά, των οποίων οι ρίζες εξείχαν από το διαβρωμένο δασύλλιο.
Η σκέψη του πήγε στον τελευταίο πίνακα ζωγραφικής του Βαν Γκογκ, τις Ρίζες δέντρων, το ανολοκλήρωτο έργο, για το οποίο εκτεταμένες και πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι είναι το τελευταίο, εκείνο πάνω στο οποίο δούλευε ακόμη και κατά τη στιγμή του θανάτου του, που τον βρήκε στα 37 του. Το πρόβαλε στην οθόνη του. Κι έπειτα συνέκρινε. Ίδια κίνηση των στελεχών. Ίδια εξογκώματα. Ίδιες γωνίες. Κι αν ήταν αυτό το τελευταίο του τοπίο;
Υπέβαλε την υπόθεσή του στις αυθεντίες του Μουσείου Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ με το οποίο συνεργάζεται εδώ και χρόνια. Ο Teio Meedendorp, ένας από τους διευθυντές της έρευνας, θυμάται τα μηνύματά του: "Κάλεσέ με γρήγορα, βρήκα κάτι!" Και με πόση περίσκεψη υποδέχτηκε ο ίδιος αυτό το εύρημα:" Είναι δύσκολο να συνδεθεί μία φωτογραφία με τη ζωγραφική, ειδικά με τη γωνία που παρουσιάζεται εδώ, και να βασιστούμε σε τοπία που αλλάζουν τόσο γρήγορα. Μήπως ήταν σύμπτωση; Μου αρέσει όμως πολύ να μελετώ την τοπογραφία."
Ο Teio Meedendorp και ο συνεργάτης του από το μουσείο, ο Louis van Tilborgh, βάλθηκαν τότε να υπολογίζουν αποστάσεις, γωνίες, αναλογίες, συμβουλεύονται έναν δενδρολόγο, ειδικό στα δέντρα και τα ξυλώδη φυτά, ο οποίος εκτιμά την πιθανή εξέλιξη που παρουσιάζει το σύμπλεγμα των ριζών στην καρτ ποστάλ. Η φωτογραφία του τόπου όπως υπάρχει σήμερα είναι αυτή που τελικά επιβεβαίωσε την υπόθεση, μετά από πέντε βδομάδες μελέτης. "Όλα ήταν ακόμα εκεί, υπάρχει αυτή η οριζόντια ρίζα, το δέντρο μπροστά. Πείστηκα. Δύσκολα μπορούσες να το αμφισβητήσεις", συνεχίζει ο Teio Meedendorp.
Μόλις άρθηκε ο περιορισμός, ο Wouter van der Veen ταξίδεψε στην Auvers για να σιγουρευτεί. Βρήκε εύκολα την τοποθεσία, ένα γέρικο κούτσουρο που καλύπτεται τώρα από κισσό, ένα σημείο συνάντησης που οι ντόπιοι αποκαλούν "ο Ελέφαντας". Μία 104χρονη κυρία του ανέφερε ότι, ως νεαρή κοπέλα, περνούσε από εκεί με τα πρόβατά της για να πάει στα χωράφια. Από εδώ λοιπόν ο Βίνσεντ πήγαινε κι αυτός προς "το τοπίο". Προς τα στάχυα. Είναι ακριβώς πίσω από το πανδοχείο όπου διέμενε, 150 μέτρα μακριά. Άλλωστε, ζωγράφιζε μόνο ό, τι βρισκόταν στο δρόμο του, ή όσους συναντούσε στον δρόμο του. "Αυτό σήμαινε ότι ήξερα ξαφνικά πού είχε περάσει την ημέρα της 27ης Ιουλίου, και ότι ένα επίμονο μυστήριο για το τέλος της ζωής του είχε μόλις λυθεί", εξηγεί ο Wouter van der Veen.
Τι συνέβη εκείνη την ημέρα; Ήταν Κυριακή. 'Εκανε πολλή ζέστη. Ο Βαν Γκογκ έφυγε όπως κάθε πρωί με τα συμπράγκαλά του, και με το καπέλο του βιδωμένο πάνω στο κεφάλι. Για πολύ καιρό επικράτησε η άποψη ότι είχε πάει στα χωράφια πίσω από το κάστρο της Auvers. Αλλά τώρα που εντοπίστηκε το μοτίβο του καμβά που ζωγράφιζε εκείνη τη μέρα, είναι πιθανό να είχε στήσει το καβαλέτο του στην route Daubigny, που ονομαζόταν τότε Grande Rue. Γιατί να ζωγραφίσει αυτές τις ρίζες που μέχρι τότε χρησίμευαν μόνο για να στηρίζει το πόδι του; Τι σκεφτόταν; Τι έβλεπε εκεί;
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε στη θέση του. Αλλά ο Βαν Γκογκ, μέσω των αναρίθμητων επιστολών του, πάνω από οκτακόσιες, που οι περισσότερες απευθύνονταν στον αδερφό του, μας αφήνει κάτι σαν οδηγό, την εντύπωση ότι ήξερε τι του επιφύλασσε το μέλλον του, και ότι θα το φώτιζε μέσα από την πολύ σύντομη ζωή του. "Λίγοι καλλιτέχνες σε αφήνουν να τους πλησιάσεις τόσο κοντά, να ερευνήσεις την προσωπικότητά τους", λέει ο Teio Meedendorp. Σε μια επιστολή του σταλμένη τον Μάη του 1882, η οποία συνόδευε μερικά σκίτσα, και ειδικά εκείνο ενός γέρικου δέντρου με εμφανείς ρίζες, είχε πει ότι είδε σε αυτό "κάτι από τον αγώνα για τη ζωή", "το γεγονός ότι γαντζώνεσαι με έναν σπασμωδικό και παθιασμένο τρόπο στη γη, απ' όπου οι καταιγίδες πασχίζουν να σε ξεριζώσουν".
Οι δικές του ρίζες είναι παγωμένες, βυθίζονται στο έδαφος του Groot Zundert, ενός μικρού χωριού στις Νότιες Κάτω Χώρες, και πιο συγκεκριμένα, εκεί, στα λίγα μέτρα που χωρίζουν το σπίτι της παιδικής του ηλικίας από την εκκλησία όπου ο πάστορας ήταν ο πατέρας. Προσπάθησε να τις ακολουθήσει από μικρός, αναζητώντας για λίγο τον δρόμο του Θεού, και έπειτα τις έκαψε λόγω της δυσαρέσκειας που έτρεφε γι' αυτόν ο αυστηρός πατέρας του και ο θρησκευτικός του οίκος. Πράγματα αδύνατα και τα δύο. Δεν απαλλάσσεσαι από τις ρίζες σου. Έτσι προσπάθησε να φύγει μακριά βαδίζοντας προς το Νότο, προς ένα εντελώς διαφορετικό φως.
Μόνο ο Τεό τον συνδέει με το παρελθόν του, αλλά και με τη ζωή, με την κοινωνία των ανθρώπων, από τη στιγμή που αυτός πληρώνει όλα όσα χρειάζεται για την ζωγραφική και για μια στέγη πάνω από το κεφάλι του. "Είμαι το μικρό καράβι που έχεις ρυμουλκήσει, και το οποίο μερικές φορές μπορεί να φαίνεται σαν ένα βάρος από το οποίο θα μπορούσες φυσικά να απαλλαγείς κόβοντας το σχοινί αν ήθελες", του είχε γράψει κάποτε. Ο Τεό οργάνωσε την μετεγκατάστασή του στην Auvers-sur-Oise, μετά τις απανωτές του κρίσεις κατά την διαμονή του στην Αρλ, το κομμένο αυτί, τις απόπειρες αυτοκτονίας. Τόσα πολλά σκοτεινά σήματα που στάλθηκαν την ώρα που ο Τεό παντρευόταν και αποκτούσε έναν γιο που τον ονόμασε Βίνσεντ. Ο Τεό, με τα γράμματά του, τον παρακαλούσε να μην νιώθει εγκαταλελειμμένος. "Η ζωή μας, ακριβώς μέσω αυτού του παιδιού, είναι τόσο στενά συνδεδεμένη που δεν πρέπει να φοβάσαι ότι μία μικρή διαφωνία μπορεί να προκαλέσει μία απομάκρυνση... Πιστεψέ με. Ο αδερφός σου που σε αγαπά."
'Οταν όμως ο Βίνσεντ, τρεις εβδομάδες πριν από το θάνατό του, επισκέφθηκε τον αδερφό του και την οικογένειά του στο Παρίσι, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλά. Ο Τεό ήταν εξαντλημένος, άρρωστος. Οι συζητήσεις τους ήταν τεταμένες και δεν οδηγούσαν πουθενά. Ο Βίνσεντ δεν υποψιάζεται τότε ότι ο αδερφός του έχει λίγους μόνο μήνες ζωής, αλλά καταλαβαίνει ότι δεν είναι καλά και ότι ολόκληρο το οικοδόμημα της ζωής του κλυδωνίζεται. Επιστρέφοντας στην Auvers, αποφεύγει να μιλήσει σε πολύ κόσμο στο χωριό, και δεν επισκέπτεται ούτε τον Dr. Gachet. Αυτός θα κόψει το σχοινί. Γυρίζει σπίτι ως συνήθως για το μεσημεριανό γεύμα, όπως και οι δύο άλλοι ζωγράφοι που μένουν στο πανδοχείο. Η Auvers-sur-Oise είναι στέκι καλλιτεχνών. Αμέσως μετά, φεύγει για να συνεχίσει την εργασία του. "Οι τελευταίες κίτρινες πινελιές είναι χαρακτηριστικές του φωτός που πέφτει στο τέλος της ημέρας", εξηγεί ο Wouter van der Veen.
Όλα φωτίζονται σε αυτόν τον ύστατο ημιτελή και για πολύ καιρό ανεξήγητο καμβά που ορισμένοι είχαν ερμηνεύσει και ως πιθανή ολίσθηση του Βαν Γκογκ προς την αφαίρεση. "Κατάλαβα αυτόν τον πίνακα μόλις πριν από δύο μήνες. Ένα δασύλλιο υλοτομείται, αλλά εν τούτοις η ζωή εκεί παραμένει. Για μένα, αυτό είναι ένα αποχαιρετιστήριο μήνυμα. Παραιτείται. Αλλά η ζωή συνεχίζεται. Ένας μικρός Βίνσεντ γεννήθηκε στην οικογένεια του αδερφού του. Εκείνος θα ζήσει μέσα από τους πίνακές του."
Δεν βρίσκεται στο πανδοχείο τη στιγμή που σερβίρεται το δείπνο. Οι Ravoux ανησυχούν, είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό μετά την άφιξή του επτά μήνες νωρίτερα. Τον είδαν να επιστρέφει με το καβαλέτο του αργά το απόγευμα, να ξεφορτώνεται τα πράγματά του και να ξαναφεύγει. Θα εμφανιστεί πάλι όταν θα έχει πια νυχτώσει. Με το χέρι του να πιέζει το στήθος του, πηγαίνει κατ 'ευθείαν στο δωμάτιό του στον πρώτο όροφο, ο κος Ravoux τον ακολουθεί μέχρι εκεί, τον βρίσκει κουλουριασμένο στο κρεβάτι του, τον ρωτάει αν είναι άρρωστος. "Θέλησα να σκοτωθώ", φέρεται να είπε. Το ίδιο επαναλαμβάνει και μπροστά στον Anton Hirschig, τον Ολλανδό ζωγράφο που μένει στο διπλανό δωμάτιο: "'Επληττα και γι' αυτό είπα να σκοτωθώ". Ξαπλώνει, ζητάει να του γεμίσουν την πίπα του. Ειδοποιούν τον Dr. Gachet που τον εξετάζει, του λέει ψέματα από καλοσύνη, και του υπόσχεται ότι θα κάνει τα πάντα για να τον σώσει. "Τότε πρέπει να το ξανακάνω", φαίνεται να αναστέναξε ο Βαν Γκογκ που δεν ήθελε να αστοχήσει στον εαυτό του.
Ο Hirschig επιφορτίζεται με ένα επείγον μήνυμα για τον Τεό στο Παρίσι. Την επόμενη μέρα, εμφανίζονται οι χωροφύλακες, τον ρωτούν αν προσπάθησε να αυτοκτονήσει, απαντάει πως ναι. Του υπενθυμίζουν ότι είναι παράνομο. "Χωροφύλακα, το σώμα μου μού ανήκει και είμαι ελεύθερος να το κάνω ό, τι θέλω. Μην κατηγορείτε κανέναν, εγώ ήθελα να αυτοκτονήσω." Η αναφορά των χωροφυλάκων δεν βρέθηκε ποτέ. Ούτε και το όπλο. Ίσως η παλιά πιστόλα που ήταν παρατημένη στο πανδοχείο. Η αφήγηση υφάνθηκε μέσα από τις μαρτυρίες των ανθρώπων του χωριού, κι έπειτα των φίλων που πήγαν στην κηδεία, τόσο θλιμμένοι ώστε δεν απέφυγαν να κάνουν ένα σωρό ερωτήσεις. Και διογκώθηκε όσο περνούσαν οι δεκαετίες, καθώς ο άμοιρος ο Βίνσεντ, ολόκληρος μεσ' τις μπογιές, είχε γίνει πια ένας παγκόσμιος μύθος.
Στη δεκαετία του 1930, μία άλλη εκδοχή της ιστορίας κυκλοφόρησε στο χωριό. Θυμούνται πολύ καλά όλους αυτούς τους μικρούς Παριζιάνους που ερχόνταν να αλλάξουν τον αέρα τους εδώ το καλοκαίρι, παιδιά της αστικής τάξης που έκαναν χάζι και γελούσαν με αυτόν τον περίεργο που περπατούσε πέρα δώθε στα χωράφια και έμοιαζε με σκιάχτρο πουλιών. Έριχναν κρυφά αλάτι στον καφέ του, καυτή πιπεριά στις άκρες των πινέλων που μασουλούσε, ή έβαζαν ένα φίδι στο κουτί με τις μπογιές του. 'Ηταν δύο αδέρφια ανάμεσά τους, ο Gaston και ο René Secrétan, 19 και 16 χρονών, γιοί ενός φαρμακοποιού της rue de la Pompe στο Παρίσι. Κι αν ήταν αυτοί, που έπαιζαν τους καουμπόηδες με ένα όπλο για πουλιά, που τον πυροβόλησαν κατά λάθος;
Ένας περαστικός αμερικανός ιστορικός, ο John Rewald, ακούει αυτές τις φήμες και τις αναπαράγει στο χαρτί. Τα αδέρφια, ενήλικα πλέον, βρέθηκαν και ρωτήθηκαν. Ο Gaston, ο μεγαλύτερος, που έγινε τραγουδοποιός, είπε ότι αγαπούσε τον Βίνσεντ για την αναρχική του πλευρά, ότι τον είχε κεράσει ποτά και μιλήσει για ζωγραφική μαζί του. Ο René, ο νεότερος, ο οποίος έγινε τραπεζίτης, παραδέχτηκε ότι ο Βίνσεντ τον εκτιμούσε πολύ λιγότερο από τον αδερφό του, ανέφερε ότι ο Βίνσεντ τους κατασκόπευε όταν έφερναν νεαρές πόρνες από το Παρίσι κι ότι δανειζόταν την παλιά πιστόλα από τον Ravoux, την οποία ο ίδιος ο Βίνσεντ του είχε ίσως "σουφρώσει". Ποτέ δεν ανέφερε ο ένας ή ο άλλος κάτι πιο σοβαρό. Και η εκδοχή της ανθρωποκτονίας σε λίγο ξεχάστηκε. Το 1947, ο Antonin Artaud έδωσε την δική του συνταρακτική εκδοχή της ιστορίας. Μετά από μια αστραπιαία επίσκεψη σε μια έκθεση Van Gogh στο Musée de l'Orangerie, δημοσιεύει το Van Gogh le suicidé de la société [Βαν Γκογκ, ο αυτόχειρας της κοινωνίας - σ.σ.]. Ωραίο κείμενο που μιλάει περισσότερο για τον ίδιον παρά για τον ζωγράφο, αλλά κατηγορεί την κοινωνία ότι επέσπευσε το τέλος αυτής της ιδιοφυΐας, που μόνο τρελός δεν ήταν. Δεν είναι ο ίδιος ο Βίνσεντ, ούτε τα παιδιά οπλισμένα με πιστόλι για σπουργίτια, εμείς τον σκοτώσαμε. Και ίσως γι' αυτό, κατά βάθος, τον αγαπάμε τόσο πολύ.
Πηγές
Le Monde
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου